Το να περπατάς πάνω στο νερό / ή το να είσαι ο ίδιος το νερό / ο ποταμός / ο Αιών – εστί το θαύμα;
Όταν το κέλυφος διαρρηγνύεται, η σάρκα απλώνει, κίτρινος ήλιος επιδαπέδιος
Να πάρεις φωτιά θέλω / και τον πιο δύσβατο να πάρεις / δρόμο / αυτόν που πάει μέσα σου / για να ’ρθεις να με βρεις
Όταν του μιλούσες δυνάμωνε τον ήχο της τηλεόρασης. Έφτιαχνε όμως δαχτυλίδια με τον καπνό άσπρα, θαμπά, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο
Η ώρα πέρασε. Σηκώνεται. Μαζεύει τη ζακέτα της από τους ισχνούς της ώμους και τη σφίγγει επάνω της
Το απόγευμα η μητέρα είχε καλεσμένη τη διάσημη chanteuse που είχε μόλις φτάσει μαζί με τον γερμανό διοικητή που τη φιλοξενούσε
Κορίτσια που ’χουν μαγικό στα πόδια τους σκονάκι / πώς τόλμησες και πίστεψες, άθλιε, πως αγαπάνε;
Πάντα σε ξάφνιαζε η βραχνή ερώτηση / και για να μην προδοθείς / βιαζόσουν να προφέρεις χαμηλόφωνα / τ’ όνομα του πατέρα
Ένας νεκρός στα πόδια τους έχει το πρόσωπο του αστυνόμου κι ο ουρανός: το ιερό χρώμα της μπλούζας του
Αποφεύγω να γράφω στο δάσος. Την τελευταία φορά που το επιχείρησα μια πεταλούδα εισχώρησε στο ποίημα. Άρχισε να τρώει τα φωνήεντα
Φύγαμε με το κοστούμι που αγαπήσαμε, με μια κορνίζα, ψημένο καφέ και σταφίδα
Άδειασε κι ο πιο σκληρός δίσκος. Μα όσα χάθηκαν τα είχαν φυλάξει, oι φίλοι, το backup του εαυτού μας