Κι όταν το δέντρο φεύγει / μια υποψία ξέφωτου φέγγει στα άλλα / ν’ ακολουθήσουν στο σκοτάδι / του άγνωστου νόστου
Δεν είχα ξεχάσει τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της, τα μικροσκοπικά χείλη της, την ολόισια μύτη της, μα ούτε φαίνονταν στη φωτογραφία
Προκαλώντας με σχολίασε: Για να δούμε τι ψάρια πιάνεις εσύ. Αν μπορείς –χωρίς ωκεανό– φτιάξε μ’ αυτές τις λέξεις ένα ποίημα πλωτό
Εκείνο το πρωί, ο δηλητηριασμένος σενιόρ γύρισε σπίτι του με σαφή πρόθεση να πενθήσει βαριά για το φρικτό αδιέξοδο της ζωής του
Στην καλύτερη περίπτωση του έλεγαν απλά: «Eεε, στα λέει καλά ο θεός;» ή «Πώς είσαι έτσι ρε, μού θες να πας και στον παράδεισο»
Πλησιάζοντας στους τρεις τελευταίους “παπαγάλους”, προειδοποιούσε τον θείο του, που συνήθως κοιμόταν, ότι φτάνουν
Τα πορτοκάλια κατρακυλούν ανάμεσα στα σύννεφα / τα κυδώνια γίνονται μακρινοί ήλιοι / και τα μήλα γυρίζουν σαν ρόδινα φεγγάρια
Ο δυνατός ξύλινος ήχος με τραβούσε πρωί πρωί έξω απ’ τον ύπνο και μαζί η γυναικεία φωνή: «ήρθε το λελέκι! Απ'την Αφρική»
Διαλέγει η Κλυταιμνήστρα προσεχτικά τα κοσμήματα με τα οποία θα στολίσει λαιμό και δάχτυλα.
Τα σπίτια τα επιπλώνουμε με / την ανάσα μας / και όταν αυτή τελειώσει / με την ψυχή μας
Αλλά της ίδιας το περίγραμμα / το θάμπωνε μια ασάλευτη κουρτίνα – θυμάσαι, τελοσπάντων, εκείνη τη γυναίκα απ’ το άλλο ποίημα;
[ «Είσαι ταχύς», μου λέει ο παθολόγος, εννοεί ταχυκαρδία. Με ήρεμη και σταθερή φωνή του απαντώ: ]