Ο δυνατός ξύλινος ήχος με τραβούσε πρωί πρωί έξω απ’ τον ύπνο και μαζί η γυναικεία φωνή: «ήρθε το λελέκι! Απ'την Αφρική»
Διαλέγει η Κλυταιμνήστρα προσεχτικά τα κοσμήματα με τα οποία θα στολίσει λαιμό και δάχτυλα.
Τα σπίτια τα επιπλώνουμε με / την ανάσα μας / και όταν αυτή τελειώσει / με την ψυχή μας
Αλλά της ίδιας το περίγραμμα / το θάμπωνε μια ασάλευτη κουρτίνα – θυμάσαι, τελοσπάντων, εκείνη τη γυναίκα απ’ το άλλο ποίημα;
[ «Είσαι ταχύς», μου λέει ο παθολόγος, εννοεί ταχυκαρδία. Με ήρεμη και σταθερή φωνή του απαντώ: ]
Κατά μήκος και κατά πλάτος πηλός με υπόγεια ρεύματα να το χτυπούν –ενίοτε– κατά πρόσωπο. Το ζώο μου είναι στη θλίψη του μοναδικό.
Τα ποιήματα είναι οι οδηγοί μας / οι φανοστάτες του ουράνιου θόλου / οι σημαδούρες της μαύρης θάλασσας που μας σκεπάζει
Τριγύρω, ανάμεσα απ’ τους κίονες, / προβάλλουν οι προσκυνητές : / αμπέλια, πεύκα, κυπαρίσσια, ευκάλυπτοι / αθάνατα και ροδοδάφνες
Το να περπατάς πάνω στο νερό / ή το να είσαι ο ίδιος το νερό / ο ποταμός / ο Αιών – εστί το θαύμα;
Όταν το κέλυφος διαρρηγνύεται, η σάρκα απλώνει, κίτρινος ήλιος επιδαπέδιος
Να πάρεις φωτιά θέλω / και τον πιο δύσβατο να πάρεις / δρόμο / αυτόν που πάει μέσα σου / για να ’ρθεις να με βρεις
Όταν του μιλούσες δυνάμωνε τον ήχο της τηλεόρασης. Έφτιαχνε όμως δαχτυλίδια με τον καπνό άσπρα, θαμπά, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο