Αποφασίζω κι εγώ να σχίσω τον ανεπίδοτο φάκελο, να εισέλθω ακόμη ενδότερα στα περιεχόμενα της κούτας, στο επίκεντρο του τραύματος
Στην άκρη του γκρεμού ένας βασιλιάς τράγος κομματιάζει την κοιλάδα με τα φοβερά του κέρατα. Η ανάσα του βγαίνει απ΄το στόμα σου
αργά αποκαλύπτεται / τη μαύρη μπέρτα του ανεμίζοντας / προβάλλει το κεφάλι του και μας κοιτάζει / επίμονα στα μάτια
Με έκπληξη τον είδα να βγάζει από τον σάκο του δυο χοιρινές μπριζόλες, να τις ανοίγει και να τις τοποθετεί στον φούρνο
Κάθε νύχτα έβλεπα τη σκιά του να σαλεύει στους τοίχους, κουλουριαζόμουνα και στριμωχνόμουνα στον τοίχο θέλοντας να εξαφανιστώ
... Eπιστρέφω / ευθυτενής / σχεδόν πετώντας / στιβαρός / στην υπόγεια κατοικία μου / τη φονική μου αιωνιότητα να αναπαύσω
Ένα πακέτο την ημέρα το ήθελε όπως και να 'χε. Τα φύλαγε μες από το πουκάμισό του, το ξεκούμπωνε, τα ακουμπούσε στο ύψος της ζώνης
Μα πόσους αιώνες ήταν εκεί; Άρχισε ν’ αδημονεί στ’ αλήθεια. Ο κόσμος κυριολεκτικά δεν τη χωρούσε
Όσα μας απαγορεύει να πούμε η στενότητα / που μας σφίγγει στη μέση / επειδή κάποτε γεννηθήκαμε
Κατέβηκα από τη βάρκα, έβγαλα τα παπούτσια μου και στάθηκα για λίγο με τα γυμνά μου πόδια μέσα στο νερό
Δε βάραινε η βαρύτητα / Και το σώμα τη μια σκόνταφτε στα έπιπλα / και την άλλη το έπαιρνε ο άνεμος / Πού να σταθεί να ευτυχήσει
Ο ήχος που απλωνόταν εντοπίστηκε σε ένα σημείο. Το βουητό ενός και μόνο εντόμου ακουγόταν πλέον σαν μικροσκοπική σειρήνα