Ήταν ανέκαθεν Μονογενής και Πρωτόγονος. Τα δίπλωσε όλα τότε πηχτή ομίχλη, έτσι που είναι αδύνατον να πει κανείς τι έγινε μετά
να μου μιλάνε, την οθόνη να κοιτώ / και να διαβάζω δίχως φόβο για το βράδυ / όπου δεν βλέπω – άρα ούτε ακούω Χριστό.
Μέσα σε λίγες βδομάδες ήμαστε ενήμεροι για τον πληροφοριοδότη σας, τον παλιό σας φίλο που διατηρούσατε μονόδρομη αλληλογραφία
Κι όταν το δέντρο φεύγει / μια υποψία ξέφωτου φέγγει στα άλλα / ν’ ακολουθήσουν στο σκοτάδι / του άγνωστου νόστου
Δεν είχα ξεχάσει τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της, τα μικροσκοπικά χείλη της, την ολόισια μύτη της, μα ούτε φαίνονταν στη φωτογραφία
Προκαλώντας με σχολίασε: Για να δούμε τι ψάρια πιάνεις εσύ. Αν μπορείς –χωρίς ωκεανό– φτιάξε μ’ αυτές τις λέξεις ένα ποίημα πλωτό
Η Τέχνη υπόσχεται να μας προφυλάξει από την απουσία
Τα πορτοκάλια κατρακυλούν ανάμεσα στα σύννεφα / τα κυδώνια γίνονται μακρινοί ήλιοι / και τα μήλα γυρίζουν σαν ρόδινα φεγγάρια
Ο δυνατός ξύλινος ήχος με τραβούσε πρωί πρωί έξω απ’ τον ύπνο και μαζί η γυναικεία φωνή: «ήρθε το λελέκι! Απ'την Αφρική»
Διαλέγει η Κλυταιμνήστρα προσεχτικά τα κοσμήματα με τα οποία θα στολίσει λαιμό και δάχτυλα.
Τα σπίτια τα επιπλώνουμε με / την ανάσα μας / και όταν αυτή τελειώσει / με την ψυχή μας
Αλλά της ίδιας το περίγραμμα / το θάμπωνε μια ασάλευτη κουρτίνα – θυμάσαι, τελοσπάντων, εκείνη τη γυναίκα απ’ το άλλο ποίημα;