Όσα μας απαγορεύει να πούμε η στενότητα / που μας σφίγγει στη μέση / επειδή κάποτε γεννηθήκαμε
Ένα πλοίο μεγάλο με όλους τους γονείς μας, δηλαδή ο Θεός σαν υπερωκεάνιο προς εποχές προηγούμενες σαλπάροντας στην καρδιά μου μέσα
Δεν θυμάμαι πια από που εισβάλουν / Οι εικόνες στη φράση μου / Ξέρω απλά πως δεν υπάρχω / Παρά μες σ’ ένα κυδώνι
Γεμίζει ο τόπος πλήθος τριγωνικά και πολυγωνικά καθρεφτάκια. Οι δρόμοι, παραδόξως, στενεύουν, στενεύουν όλο και περισσότερο...
Σκούζουν τα αδιέξοδα στις εθνικές ωδές σαν βυζανιάρικα διψούν για γάλα κι εμείς νομίζουμε ότι μας πρόδωσαν τα υγρά στα φρένα
Κατέβηκα από τη βάρκα, έβγαλα τα παπούτσια μου και στάθηκα για λίγο με τα γυμνά μου πόδια μέσα στο νερό
Δε βάραινε η βαρύτητα / Και το σώμα τη μια σκόνταφτε στα έπιπλα / και την άλλη το έπαιρνε ο άνεμος / Πού να σταθεί να ευτυχήσει
Ο ήχος που απλωνόταν εντοπίστηκε σε ένα σημείο. Το βουητό ενός και μόνο εντόμου ακουγόταν πλέον σαν μικροσκοπική σειρήνα
Στα εγκαίνια παραβρέθηκε πλήθος κόσμου. Ένα από τα έργα, το «Δίπτυχο του ύδατος», κοσμεί το γυναικολογικό ιατρείο του Λ.Π.
Το πρώτο ψέμα που της είπε ήταν ότι την αγαπούσε. Το δεύτερο, ότι δεν την αγαπούσε
Όπου υπήρχε ρωγμή, με γάζωνε με τρυφερότητα∙ η κλωστή ήταν σχεδόν διάφανη σαν πετονιά, δεν άφηνε σημάδι
Αποφάγια, αποκαΐδια μιας φωτιάς. Αναζητώ τη μυρωδιά της, όπως ξαπλώνω το πρόσωπό μου στο παγωμένο πλακόστρωτο