... Eπιστρέφω / ευθυτενής / σχεδόν πετώντας / στιβαρός / στην υπόγεια κατοικία μου / τη φονική μου αιωνιότητα να αναπαύσω
Ένα πακέτο την ημέρα το ήθελε όπως και να 'χε. Τα φύλαγε μες από το πουκάμισό του, το ξεκούμπωνε, τα ακουμπούσε στο ύψος της ζώνης
Μα πόσους αιώνες ήταν εκεί; Άρχισε ν’ αδημονεί στ’ αλήθεια. Ο κόσμος κυριολεκτικά δεν τη χωρούσε
Το ασθενοφόρο συνέχισε να στριγγλίζει ο κόσμος άρχισε να υποχωρεί και εκείνος ήπιε ακόμη μια γουλιά από το στυφό ποτό του ποτηριού
Το πρόσωπο του φίλου του φωτίζεται από τις εκρήξεις των χρωμάτων. Εισπνέει βαθιά να μυρίσει την γενναιόδωρη ποικιλία των αρωμάτων
Δεν ήταν δικό μου το φταίξιμο. Γύρισα το τιμόνι για να τους αποφύγω ακριβώς μια στιγμή πριν γίνουμε ένα
Με τη γλώσσα σου φώσφορη ακόμα / του μαρμάρου να φέγγει το ημίφως / μάνα-κλώσα και πάλι μας μαύλισες / στου ολίγου φωτός τη φωλιά
Υπόθεση ενός αινίγματος. Αν ο χρόνος είναι ανεξαγόραστος / Τότε ο πόνος τι είναι;
Σε ανέμενα ματαίαν την ελπίδαν / και την ψυχήν ερειπωμένην. / Ποτέ δεν συμβιβάστηκα με την ιδέα / ότι είχες διά παντός χαθεί
Οι ασώματες κεφαλές της αρχαιολογίας των αγαλμάτων με μανταρίνια σκουλαρίκια στ' αυτιά θα ξαπλώσουν στην τυχαιότητα του πεσόντα
Ο γιατρός επανέρχεται με ένα σταντ από το οποίο κρέμεται ένας ορός. Μόλις τον βλέπει ο γέρος επιμένει: Δεν θέλω βελόνες, το είπα
Kαταλαβαίνουμε τώρα λίγο καλύτερα / τι θέλουν να πουν οι χάρτες / τον πρώτο καιρό μας ήταν δύσκολο να συλλέξουμε / μηνύματα