Φανταστείτε κάποιον που κατεβαίνει στο υπόγειο τού ανθοπωλείου για να διαβάσει ένα κομμάτι της πραγματικότητας ...
Πριν δεθεί στο μεσαίο κατάρτι / έσταξε στ' αυτιά μελισσοκέρι / να μην ακούει τους οργασμούς της Κίρκης
Kατέρρευσαν τα ονόματα, γράμματα σε προϊστορικές παλάμες βαλσαμωμένα ουρλιαχτά προς έναν άναστρο κατακρημνισμένο ουρανό
Από την πρώτη κιόλας μέρα της επιβολής της ποινής, την κοιτούσαν με βλέμμα αγριεμένο, ίδιο με του ζώου που είχε πιαστεί σε παγίδα
Μια άδεια παιδική χαρά: τσουλήθρες. Κενό που πίνει γάλα. Παντού ακολουθεί και μπαίνει το άκαρδο. Εκτός απ’ το ψαλίδι στο κουρείο
Τα ασάλευτα / αυτιά των αλόγων / των γατών την / ξαφνική ακινησία είδα μεμιάς το βέβηλο ίχνος του προγόνου
Θα ΄ρθει μια μέρα που θα πούνε όλοι «πέρασε!» αλλά μπορεί και να μην ξέρουν πια σε τι αναφέρονται
Μας παίρνει και τα τέσσερα, μαζί με τη μικρότερη αδελφή της και μας κατεβάζει, τέσσερις ώρες δρόμο, στην πόλη...
Οι σκέψεις βολίδα στο μυαλό του, πιο γρήγορες από το αμάξι. Τι θα γίνει, πώς θα βγει το παιδί, πού γιατρός;
Παραληρούσαν περιστέρια, πευκοβελόνες μύριζαν γκρεμό, έκοψα τότε τον μίτο σε ακούμπησα νεκρό στο όστρακο της μνήμης
Βάζω το αριστερό αυγό μέσα στο στόμα μου κι αρχίζω να το πιπιλάω. Δαγκώνω πολλές φορές (με την ησυχία μου μέχρι να το χορτάσω)
Ο χώρος είναι έτσι κι αλλιώς λίγος – δεν επαρκεί / τις αποκρούω / έχω λεγεώνες εξασκημένες μες στο χρόνο γι' αυτό