Σε ανέμενα ματαίαν την ελπίδαν / και την ψυχήν ερειπωμένην. / Ποτέ δεν συμβιβάστηκα με την ιδέα / ότι είχες διά παντός χαθεί
Οι ασώματες κεφαλές της αρχαιολογίας των αγαλμάτων με μανταρίνια σκουλαρίκια στ' αυτιά θα ξαπλώσουν στην τυχαιότητα του πεσόντα
Ο γιατρός επανέρχεται με ένα σταντ από το οποίο κρέμεται ένας ορός. Μόλις τον βλέπει ο γέρος επιμένει: Δεν θέλω βελόνες, το είπα
Kαταλαβαίνουμε τώρα λίγο καλύτερα / τι θέλουν να πουν οι χάρτες / τον πρώτο καιρό μας ήταν δύσκολο να συλλέξουμε / μηνύματα
Αποφασίζω κι εγώ να σχίσω τον ανεπίδοτο φάκελο, να εισέλθω ακόμη ενδότερα στα περιεχόμενα της κούτας, στο επίκεντρο του τραύματος
Στην άκρη του γκρεμού ένας βασιλιάς τράγος κομματιάζει την κοιλάδα με τα φοβερά του κέρατα. Η ανάσα του βγαίνει απ΄το στόμα σου
αργά αποκαλύπτεται / τη μαύρη μπέρτα του ανεμίζοντας / προβάλλει το κεφάλι του και μας κοιτάζει / επίμονα στα μάτια
Με έκπληξη τον είδα να βγάζει από τον σάκο του δυο χοιρινές μπριζόλες, να τις ανοίγει και να τις τοποθετεί στον φούρνο
Κάθε νύχτα έβλεπα τη σκιά του να σαλεύει στους τοίχους, κουλουριαζόμουνα και στριμωχνόμουνα στον τοίχο θέλοντας να εξαφανιστώ
... Eπιστρέφω / ευθυτενής / σχεδόν πετώντας / στιβαρός / στην υπόγεια κατοικία μου / τη φονική μου αιωνιότητα να αναπαύσω
Ένα πακέτο την ημέρα το ήθελε όπως και να 'χε. Τα φύλαγε μες από το πουκάμισό του, το ξεκούμπωνε, τα ακουμπούσε στο ύψος της ζώνης
Μα πόσους αιώνες ήταν εκεί; Άρχισε ν’ αδημονεί στ’ αλήθεια. Ο κόσμος κυριολεκτικά δεν τη χωρούσε