Είχε απλώσει τα χέρια μπροστά σαν να επρόκειτο να εκτοξευτεί στο κενό ή τελευταία προσπάθεια να έρθει σ’ επαφή με το αμετάκλητο
Είδε πρώτη φορά τις υγρές πατημασιές στο πάτωμα του μπάνιου, να οδηγούν στο διάδρομο, μετά να χάνονται, σαν εκκρεμότητα...
Υπερχείλιση πλημμύρας εκεί όπου ο εγωισμός του ανέβαινε καβάλα / στα ταξίδια των αρματωμένων ποιητών / του σύμπαντος κόσμου
Και ο μεγάλος ποταμός τίποτα δε θα σώσει. Ούτε το τελευταίο βλέμμα σου λίγο πριν το τέλος. Μόνο τη δυτική απαρασάλευτη πορεία του
Το παιδί καταλαβαίνει πως το κοιτάζει ο πατέρας του από απέναντι, σηκώνεται με την πορτοκαλάδα στο χέρι κι απομακρύνεται...
Ματαιώνονταν οι πτήσεις. Το φωτιστικό στο καθιστικό έγερνε παράταιρα. Το λάπτοπ άρχισε να απολεπίζεται σαν ψάρι σε αποσύνθεση
Φανταστείτε κάποιον που κατεβαίνει στο υπόγειο τού ανθοπωλείου για να διαβάσει ένα κομμάτι της πραγματικότητας ...
Πριν δεθεί στο μεσαίο κατάρτι / έσταξε στ' αυτιά μελισσοκέρι / να μην ακούει τους οργασμούς της Κίρκης
Kατέρρευσαν τα ονόματα, γράμματα σε προϊστορικές παλάμες βαλσαμωμένα ουρλιαχτά προς έναν άναστρο κατακρημνισμένο ουρανό
Από την πρώτη κιόλας μέρα της επιβολής της ποινής, την κοιτούσαν με βλέμμα αγριεμένο, ίδιο με του ζώου που είχε πιαστεί σε παγίδα
Μια άδεια παιδική χαρά: τσουλήθρες. Κενό που πίνει γάλα. Παντού ακολουθεί και μπαίνει το άκαρδο. Εκτός απ’ το ψαλίδι στο κουρείο
Τα ασάλευτα / αυτιά των αλόγων / των γατών την / ξαφνική ακινησία είδα μεμιάς το βέβηλο ίχνος του προγόνου