Παραληρούσαν περιστέρια, πευκοβελόνες μύριζαν γκρεμό, έκοψα τότε τον μίτο σε ακούμπησα νεκρό στο όστρακο της μνήμης
Βάζω το αριστερό αυγό μέσα στο στόμα μου κι αρχίζω να το πιπιλάω. Δαγκώνω πολλές φορές (με την ησυχία μου μέχρι να το χορτάσω)
Ο χώρος είναι έτσι κι αλλιώς λίγος – δεν επαρκεί / τις αποκρούω / έχω λεγεώνες εξασκημένες μες στο χρόνο γι' αυτό
Αυτή η εξαίσια ως το κόκκαλο πλάτη. Μαλλιά που άμα αφήνονταν, θα χιμούσαν σαν πάνθηρες στο παρόν μου...
Ιουλιέτα για μία σταγόνα μελιού / σου χαρίζω την αθάνατη κυψέλη.
Στο σπίτι κάνει πρόβες. Με καθημερινή εξάσκηση είναι σίγουρη ότι σε τρεις μήνες από τώρα θα καταφέρει να κελαηδάει.
Ξαφνικά διαφέραμε στον καθρέφτη. Στην ίριδα των ματιών μου έτρεχαν ελάφια. Στο άλλο ζευγάρι μάτια κολυμπούσαν δελφίνια
Μένει μιαν ένταση απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη [...] Σα ν’ ακούς τη Σκάλα να πάλλεται δοσμένη στους πρώτους σου «Σικελικούς Εσπερινούς»
Πέτρινο αίμα – σιντριβάνι ζεστό∙άσπρο πουκάμισο το χώμα και κρυώνει∙πεταλούδα που δαγκώνει τον καιρό
Δεν έχω επαφή με τον έξω κόσμο. Όχι ότι παλιότερα είχα. Τώρα καταλαβαίνω ότι σε κανέναν δεν έχω λείψει ούτε μου έχει λείψει κανείς
«Φοβάμαι μην βγει από το σπίτι ο πατέρας σου», λέει. «Μην πάει και γίνει ενδημική η αρρώστια.Έναν πραγματικό παράδεισο τού έφτιαξα
Φοβάμαι, μου είπες, άναψε το φως· ρώτησα: παιδάκι είσαι; όχι πια, μου είπες· και τι είσαι; ρώτησα ξανά: απάντησες ενήλικο σκοτάδι