Θα ΄ρθει μια μέρα που θα πούνε όλοι «πέρασε!» αλλά μπορεί και να μην ξέρουν πια σε τι αναφέρονται
Μας παίρνει και τα τέσσερα, μαζί με τη μικρότερη αδελφή της και μας κατεβάζει, τέσσερις ώρες δρόμο, στην πόλη...
Οι σκέψεις βολίδα στο μυαλό του, πιο γρήγορες από το αμάξι. Τι θα γίνει, πώς θα βγει το παιδί, πού γιατρός;
Παραληρούσαν περιστέρια, πευκοβελόνες μύριζαν γκρεμό, έκοψα τότε τον μίτο σε ακούμπησα νεκρό στο όστρακο της μνήμης
Βάζω το αριστερό αυγό μέσα στο στόμα μου κι αρχίζω να το πιπιλάω. Δαγκώνω πολλές φορές (με την ησυχία μου μέχρι να το χορτάσω)
Ο χώρος είναι έτσι κι αλλιώς λίγος – δεν επαρκεί / τις αποκρούω / έχω λεγεώνες εξασκημένες μες στο χρόνο γι' αυτό
Αυτή η εξαίσια ως το κόκκαλο πλάτη. Μαλλιά που άμα αφήνονταν, θα χιμούσαν σαν πάνθηρες στο παρόν μου...
Ιουλιέτα για μία σταγόνα μελιού / σου χαρίζω την αθάνατη κυψέλη.
Στο σπίτι κάνει πρόβες. Με καθημερινή εξάσκηση είναι σίγουρη ότι σε τρεις μήνες από τώρα θα καταφέρει να κελαηδάει.
Ξαφνικά διαφέραμε στον καθρέφτη. Στην ίριδα των ματιών μου έτρεχαν ελάφια. Στο άλλο ζευγάρι μάτια κολυμπούσαν δελφίνια
Μένει μιαν ένταση απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη [...] Σα ν’ ακούς τη Σκάλα να πάλλεται δοσμένη στους πρώτους σου «Σικελικούς Εσπερινούς»
Πέτρινο αίμα – σιντριβάνι ζεστό∙άσπρο πουκάμισο το χώμα και κρυώνει∙πεταλούδα που δαγκώνει τον καιρό