Είχε απλώσει τα χέρια μπροστά σαν να επρόκειτο να εκτοξευτεί στο κενό ή τελευταία προσπάθεια να έρθει σ’ επαφή με το αμετάκλητο
Είδε πρώτη φορά τις υγρές πατημασιές στο πάτωμα του μπάνιου, να οδηγούν στο διάδρομο, μετά να χάνονται, σαν εκκρεμότητα...
Υπερχείλιση πλημμύρας εκεί όπου ο εγωισμός του ανέβαινε καβάλα / στα ταξίδια των αρματωμένων ποιητών / του σύμπαντος κόσμου
Έβγαζες απ’ το στόμα σου γαρμπίλι / σύμφωνα πατρογονικά /και τα περνούσες περιδέραιο /στην αστική μας γλώσσα
Στο τέλος το ξεκλειδώνει το δέντρο στο τζάμι / που το χάκαρε σ’ αποστήθισης θρόισμα / πριν το γράψω
Με βάζουν στην πρώτη πτήση μαζί με τη βαλίτσα μου κι ακόμα προσπαθώ να καταλάβω τι το ύποπτο μπορεί να κρύβει μια άδεια αποσκευή
Τα πέλματα παραμένουν παράλληλα με τα χέρια τεντωμένα σε πλήρη ανάταση ενώ οι παλάμες είναι παράλληλες μεταξύ τους
Μια άδεια παιδική χαρά: τσουλήθρες. Κενό που πίνει γάλα. Παντού ακολουθεί και μπαίνει το άκαρδο. Εκτός απ’ το ψαλίδι στο κουρείο
Τα ασάλευτα / αυτιά των αλόγων / των γατών την / ξαφνική ακινησία είδα μεμιάς το βέβηλο ίχνος του προγόνου
Μικρές, ενωτικές θηλιές δεν μου φέρνουν το έξω σκοτάδι, αυτό που κάποτε κρατούσα αγκαλιά με τα δυο μου μάτια.
Η γλώσσα της σκαρφάλωνε από φωνήεν σε φωνήεν, γλιστρούσε υγρή πάνω τους και τα ακουμπούσε προσεκτικά στα στεγνά της χείλια
Στο τελευταίο μάθημα ανταλλάξαμε ευχές και χαμόγελα. Η Λεϊλά ούτε τότε δεν έβγαλε τη μάσκα. Χαμογέλασαν μόνο τα μάτια της