Δε μετανιώνω ενυπάρχω σε άπειρα κοσμικά δώματα / ποιός ξέρει ίσως η στάχτη μου άνθη του κάμπου / θα ραγίσουν πλακόστρωτα
Στην μάχη του Κλειδιού ο Ουρανός με τύφλωσε / ήμουν ένας από αυτούς τους μονόφθαλμους οδηγητές / που βάδιζε μπροστά
Ένα σιωπηλό τοπίο υποκαθιστούσε τον άλλοτε πολύβουο δρόμο, ο οποίος μες στην ερημιά έλαμπε
Εγώ σκεφτόμουν / τον ορίζοντα / και πως κυνηγάω / κάθε μέρα το ανέφικτο / αλλά κάτι για μια χημική / αλληλουχία σου ψιθύρισα
Πόση ώρα ν' αντέξουμε πίσω από ένα γυμνό παράθυρο;
Δεν σε έχω βγάλει ακόμα από τη ζωή μου γιατί δεν μου έχεις επιστρέψει το βιβλίο που σου δάνεισα και το θέλω πίσω
Πυροτεχνήματα και αόρατος καπνός σε τυλίγουν
Tο γνώριζα καλά αυτό το ύφος. Για χρόνια το αγνοούσα. Ένα πρωί με κοίταξα στον καθρέφτη. Με κοίταξα στ’ αλήθεια.
Οι Θεοί και οι τύραννοι, / δεν κάθονται σε θρόνους, / έχουν δουλειά να κάνουν
Μην το τρομάξουμε τώρα που με τα χέρια του μιλά, τώρα που πέρα απ’ τη σιωπή επιστρέφει και ζωγραφίζει τ’ άφατο πρόσωπό του
μέσα σου / λείπει ένα μεσημέρι που σ΄ εξαγόρασε / λείπει ένα δειλινό που σ΄ εγκατέλειψε / λείπει ένα βράδυ που σε αρνήθηκε
Ο Νίκος Εγγονόπουλος / ήθελε σε κατάλληλο καιρό γι' αυτόν να γράψει / το πιο ωραίο του τραγούδι