Είσαι ποιητής, του απάντησε, / γιατί δεν θέλεις τίποτα να δεις / και όλα προτιμάς να τα μαδάς / και να τ’ αλλάζεις.
μέσα σου / λείπει ένα μεσημέρι που σ΄ εξαγόρασε / λείπει ένα δειλινό που σ΄ εγκατέλειψε / λείπει ένα βράδυ που σε αρνήθηκε
Ο Νίκος Εγγονόπουλος / ήθελε σε κατάλληλο καιρό γι' αυτόν να γράψει / το πιο ωραίο του τραγούδι
Πόσο σου αρέσει να σέρνεις τα πόδια πίσω από το καρότσι μέσα σ’ εκείνους τους απέραντους μα στενούς διαδρόμους...
Θυμάμαι μόνο το φιλί / στον κρόταφο / άλλοι σκοτώνονται / σ' εκείνο το σημείο
Δεν είναι απλό πράγμα να κόψεις τους αιματηρούς δεσμούς με τους ανθρώπους χωρίς να χυθεί το κοινό αίμα
«Το ξέρετε ότι δύο πολυκατοικίες πιο κάτω βρέθηκε νεκρός ο Τζιμ Μόρρισον;», εξανίσταται
Μεγάλωσα μέσα στις λέξεις. Τα πρωινά έρχονται και τρώνε απ' τα χέρια μου σαν τα πουλιά. Όταν κοντεύω να πεθάνω θα σηκώσω ...
Η εκτόνωση της αγωνίας τους ήλθε πια στην αστροφωτισμένη αυγουστιάτικη νύχτα
Η πρώτη φορά ήταν αμήχανη όπως όλες οι πρώτες φορές. Κανείς δεν ανέπνεε, δεν ανοιγόκλεισε τα μάτια του και φυσικά κανείς δε μίλησε
Μαύρα αγκάθια μιας παλέτας του Μιρό – Φλούδια απ’ το ήπαρ των βυθών Με την τσουγκράνα του ήλιου που γρυλίζει
Με μια κλωτσιά του φορτηγατζή βρέθηκα να κυλιέμαι στο λασπερό χώμα ενός χωραφιού που θα ήταν από εδώ και πέρα το σπίτι μου