Πριν το χελάνδιο να προσεγγίσει στην αποβάθρα, στην απέναντι ακτή του κόλπου φάνηκε ένα μεγάλο στρατόπεδο αντίκρυ από τα τείχη
Διαλέγει τα γράμματα ένα ένα στους αυτόματους πωλητές. Ξοδεύει πολύ το Α και το Ο, που είναι πιο φτηνά και έχουν μεγάλη χρήση
Δε μετανιώνω ενυπάρχω σε άπειρα κοσμικά δώματα / ποιός ξέρει ίσως η στάχτη μου άνθη του κάμπου / θα ραγίσουν πλακόστρωτα
Στην μάχη του Κλειδιού ο Ουρανός με τύφλωσε / ήμουν ένας από αυτούς τους μονόφθαλμους οδηγητές / που βάδιζε μπροστά
Ένα σιωπηλό τοπίο υποκαθιστούσε τον άλλοτε πολύβουο δρόμο, ο οποίος μες στην ερημιά έλαμπε
Εγώ σκεφτόμουν / τον ορίζοντα / και πως κυνηγάω / κάθε μέρα το ανέφικτο / αλλά κάτι για μια χημική / αλληλουχία σου ψιθύρισα
Πόση ώρα ν' αντέξουμε πίσω από ένα γυμνό παράθυρο;
Δεν σε έχω βγάλει ακόμα από τη ζωή μου γιατί δεν μου έχεις επιστρέψει το βιβλίο που σου δάνεισα και το θέλω πίσω
Πυροτεχνήματα και αόρατος καπνός σε τυλίγουν
Tο γνώριζα καλά αυτό το ύφος. Για χρόνια το αγνοούσα. Ένα πρωί με κοίταξα στον καθρέφτη. Με κοίταξα στ’ αλήθεια.
Μαύρα αγκάθια μιας παλέτας του Μιρό – Φλούδια απ’ το ήπαρ των βυθών Με την τσουγκράνα του ήλιου που γρυλίζει
Με μια κλωτσιά του φορτηγατζή βρέθηκα να κυλιέμαι στο λασπερό χώμα ενός χωραφιού που θα ήταν από εδώ και πέρα το σπίτι μου