Στο λιγοστό φως που μπαίνει από το μικρό άνοιγμα της κουρτίνας βλέπει το σώμα του. Τον κοιτάζει. Μένει ασάλευτη.
Μνήμη είναι η εξορία που γίνεται πατρίδα στην άκρη μιας αποβάθρας πιο έρημης από ποτέ
Σπασμένα είδωλα πηγαινοέρχονται / Με κουράζουν με τις απαγγελίες πόνου / Θέλω να φύγω / Όμως στρατός φυλάει τα σύνορα κάτω
Το σώμα σου είχε αρχίζει να γεμίζει, να στρογγυλεύει σε πλήρη αντίστιξη με την συνήθεια του φθινοπώρου να πετάει, να απορρίπτει...
Πάντα γυρίζουν πίσω τα νερά. / Χύνονται αφροί χτυπώντας / το γκρι και το λευκό της άμμου, της προβλήτας.
Συχνά ξερίζωνε την καρδιά μου δίχως λύπη και παίζανε μπιλιάρδο με τον Χάιντ αυτός τον άφηνε από φόβο να κερδίζει.
Αγαπητοί μου / χρυσός ο αιώνας δε λέω / αλλά είδατε ποτέ το πρόσωπό σας / στον καθρέφτη;
Η ξανθιά αεροσυνοδός περνάει απ’ τον διάδρομο και του κάνει νόημα να σηκώσει το κάθισμα. Η προσγείωση ξεκινάει. Έξω μόνο σκοτάδι
Πέντε ποιήματα για το τέλος του στο Μεσολόγγι
Και βρέθηκε αυτός ο απρόβλεπτος, ο μελωδικός «ιός» που έμελλε ν’ αλλάξει διά παντός το μουσικό τοπίο και τα αισθήματα των ανθρώπων
Τα υφάσματά μου σκισμένα και χαλαρά / Το σώμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι
Πώς προσμετράται ο χρόνος στην αντίπερα όχθη; / Κι οι υφάντρες των ονείρων πότε θα βρούν αναπαμό;