Την ώρα που επιτέλους έβρισκε τον πρόχειρα κρυμμένο φάκελο με τα μετρητά, άκουσε γέλια και ποδοβολητά στην είσοδο
Η Αφροδίτη του είχε εξηγηθεί: «Είμαι τρία πουλάκια κάθονται, του είχε πει, Άλλο να το ακούς κι άλλο να το ζεις μαζί μου».
«Μόλις γυρίσω απ’ το φανταρικό, παντρευόμαστε», υποσχέθηκα. Ακούστηκε να βελάζει η κατσίκα της κι έδεσα το παντελόνι μου
Άγγιξε το δέρμα με το δάχτυλο της, σαν να πιέζει ένα μπαλόνι, αλλά αμέσως το άφησε από φόβο έκρηξης
Ποιος κυνηγάει το φως σ᾿ αυτόν τον κόσμο;
Εντέλει, έγινες αφήγημα. Υπέροχη βαφή. Πρέζα παχύρρευστου πρωινού. Τρύπα της βελόνης όπου πέρασε η κάμηλος
Τελευταίο βράδυ. / Κρύο, πανσέληνος και τα δυό αστέρια. / Με κατέχω.
Έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε το σακάκι. Η κηλίδα έμοιαζε κάπως με πουλί. Έβλεπε τα πόδια, το ράμφος, τη ράχη, το κεφάλι, τα φτερά
Δεν πλαγιάζουμε άλλο με τα υπάρχοντά μας / στις τονισμένες ωμοπλάτες κουβαλάμε λιόσπορους / και ζεστές ανάσες
Όπου με ένα ρουζ ή ένα κραγιόν —δηλαδή ομιλώντας απλώς— προσπαθείς όχι να φτιάξεις, αλλά να ξαναφτιάξεις ένα όνομα
Αλλά, σε αντίθεση με αυτό που γράφει ο τίτλος, δεν είναι ακριβώς κριτική του βιβλίου
Η δεσποινίς Έλλη κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες με τη βαλίτσα παραμάσχαλα και η μαμά έκλεισε ορμητικά την πόρτα πίσω της