Δεν πλαγιάζουμε άλλο με τα υπάρχοντά μας / στις τονισμένες ωμοπλάτες κουβαλάμε λιόσπορους / και ζεστές ανάσες
Όπου με ένα ρουζ ή ένα κραγιόν —δηλαδή ομιλώντας απλώς— προσπαθείς όχι να φτιάξεις, αλλά να ξαναφτιάξεις ένα όνομα
Είμαι η Ζουλί, 16 χρονών. Τους ακούω που πανικοβάλλονται. Η απόγνωσή τους φτάνει σε κύματα που μυρίζουν αλλιώτικα στον καθένα
Ναι! Τα σφάγια πολλαπλών αναμνήσεων της σε κάδους ανακύκλωσης τελικά θα περάσουν στη λήθη ή σ’ αλλότρια χέρια
Βλέπω τα σπίτια του απέναντι χωριού να ξυπνούν, τις λάμπες στα δρομάκια του σε παράταξη αστερισμού να σβήνουν
Την ώρα που επιτέλους έβρισκε τον πρόχειρα κρυμμένο φάκελο με τα μετρητά, άκουσε γέλια και ποδοβολητά στην είσοδο
Η Αφροδίτη του είχε εξηγηθεί: «Είμαι τρία πουλάκια κάθονται, του είχε πει, Άλλο να το ακούς κι άλλο να το ζεις μαζί μου».
«Μόλις γυρίσω απ’ το φανταρικό, παντρευόμαστε», υποσχέθηκα. Ακούστηκε να βελάζει η κατσίκα της κι έδεσα το παντελόνι μου
Άγγιξε το δέρμα με το δάχτυλο της, σαν να πιέζει ένα μπαλόνι, αλλά αμέσως το άφησε από φόβο έκρηξης
Ποιος κυνηγάει το φως σ᾿ αυτόν τον κόσμο;
Λεπίδες, θειάφι, ολοφυρμούς: αντιδωρίζει μας ο ουρανός ό,τι του στείλαμε. Δε μας λυπάται.
Και ύστερα μαγείρεμα, /προετοιμασίες στην εντέλεια, /φόβος μην έχει μαζευτεί το κατακάθι της ζωής στου φλιτζανιού τον πάτο