Γεννήθηκα από νερό σε νερό, ανάμεσα στα κύματα της Μεσογείου
Τα υφάσματά μου σκισμένα και χαλαρά / Το σώμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι
Πώς προσμετράται ο χρόνος στην αντίπερα όχθη; / Κι οι υφάντρες των ονείρων πότε θα βρούν αναπαμό;
Μια κλωστή φάνηκε να σπάει στο μυαλό της και είπε στη μαμή πως γέννησε τον Άνεμο του Χιονιά και να της τον φέρει να τον θηλάσει
Ενετικό κάστρο / θωρακισμένος ο κόσμος σου / σε μεσογειακά παράλια / στο ανελέητο φως / είναι αδύνατο να μείνεις αόρατος.
Οι χάρτινες τσάντες έμειναν ένα μήνα δίπλα στην εξώπορτα του διαμερίσματος περιμένοντας τις φίλες της
Κάτι ήθελα να σου πω / αλλά, το ξέχασα!
Από τους κροτάφους, το φως ταξίδεψε αστραπιαία στο έντερο, στην αφετηρία όλων των ασθενειών
Είμαι η γη κι ο ουρανός το αδιαίρετο Όλο / Είμαι η επινόηση του έρωτα το όνειρο της Σελήνης
Τελευταίο βράδυ. / Κρύο, πανσέληνος και τα δυό αστέρια. / Με κατέχω.
Έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε το σακάκι. Η κηλίδα έμοιαζε κάπως με πουλί. Έβλεπε τα πόδια, το ράμφος, τη ράχη, το κεφάλι, τα φτερά
Δεν πλαγιάζουμε άλλο με τα υπάρχοντά μας / στις τονισμένες ωμοπλάτες κουβαλάμε λιόσπορους / και ζεστές ανάσες