Την είδα να κρατά το ποδήλατό μου. Φορούσε το μακρύ πράσινο φουστάνι, τα μαλλιά της κομμένα κοντά. Μου φάνηκε ξεκούραστη...
Αυτήν τη φορά, τον καινούργιο θάνατο μπορείς να τον κοιτάς στα μάτια, δεν είναι ο πατέρας. Είναι ο Σχοινοβάτης
Τόσο σπάταλα/πότιζα τις επιθυμίες σου/κι άφηνα πεινασμένες τις δικές μου/Αποφάσισα: θα γίνουμε άγνωστοι μεταξύ μας/και σε διέγραψα
Αν θα λειώσουν οι πάγοι, αν χαθούν τα πουλιά και τα δάση, τι θα γίνει αλήθεια ό,τι έχουμε τόσο αγαπήσει; Τι θα γίνουν οι μύθοι;
Γεννήθηκα από νερό σε νερό, ανάμεσα στα κύματα της Μεσογείου
Τα υφάσματά μου σκισμένα και χαλαρά / Το σώμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι
Πώς προσμετράται ο χρόνος στην αντίπερα όχθη; / Κι οι υφάντρες των ονείρων πότε θα βρούν αναπαμό;
Μια κλωστή φάνηκε να σπάει στο μυαλό της και είπε στη μαμή πως γέννησε τον Άνεμο του Χιονιά και να της τον φέρει να τον θηλάσει
Είμαι η γη κι ο ουρανός το αδιαίρετο Όλο / Είμαι η επινόηση του έρωτα το όνειρο της Σελήνης
Ποιος κυνηγάει το φως σ᾿ αυτόν τον κόσμο;
Εντέλει, έγινες αφήγημα. Υπέροχη βαφή. Πρέζα παχύρρευστου πρωινού. Τρύπα της βελόνης όπου πέρασε η κάμηλος
Τελευταίο βράδυ. / Κρύο, πανσέληνος και τα δυό αστέρια. / Με κατέχω.