Γιατί πυροβολήσατε τους ποιητές; Δεν καταλαβαίνατε τα ποιήματά τους ή οι φωνές τους ήταν πολύ αληθινές για τη φιλαρέσκειά σας;
Ότι δεν ξέρω που πάει ο χρόνος μου και τι κάνω μαζί του. Δεν ξέρω γιατί τελειώνει η μια μέρα και πότε ξεκινάει η επόμενη.
Φορούσε κράνος; με ρώτησαν στην αστυνομία. Ναι, πάντα τού φορούσα σκούφο, μπέρδεψα τα λόγια μου.
Τα αυτοκίνητα πήγαιναν αργά, σχεδόν ακίνητα, και τα κορναρίσματα δεν ακούγονταν, παρά τις επίμονες προσπάθειες των οδηγών
Ακούστηκαν οι κραυγές τρόμου από πολλές κότες ταυτόχρονα κι ένιωθε πως όλες μαζί με προτεταμένα τα ράμφη τους ορμούσαν πάνω του
Καίγομαι να σας αποκαλύψω κάτι ανυπόφορο που με σπρώχνει στην τρέλα και μου συνέβη όταν κρυβόμουν από τους Ρώσους...
Άκουσα κάτι σα βοή. Κοίταξα τη βιτρίνα. Σκιάχτηκα απ τη σκιά. Ανάμεσα στην καραμπίνα και τους σάκους πρόλαβα τη ριπή απ' το βλέμμα
Προβάρει τον εαυτό της σ’ έναν καθρέφτη / που καθρεφτίζει κάθε μέρα την προηγούμενη / Έτσι η αντίληψή της δραπετεύει στα περασμένα
Την είδα να κρατά το ποδήλατό μου. Φορούσε το μακρύ πράσινο φουστάνι, τα μαλλιά της κομμένα κοντά. Μου φάνηκε ξεκούραστη...
Αυτήν τη φορά, τον καινούργιο θάνατο μπορείς να τον κοιτάς στα μάτια, δεν είναι ο πατέρας. Είναι ο Σχοινοβάτης
Τόσο σπάταλα/πότιζα τις επιθυμίες σου/κι άφηνα πεινασμένες τις δικές μου/Αποφάσισα: θα γίνουμε άγνωστοι μεταξύ μας/και σε διέγραψα
Αν θα λειώσουν οι πάγοι, αν χαθούν τα πουλιά και τα δάση, τι θα γίνει αλήθεια ό,τι έχουμε τόσο αγαπήσει; Τι θα γίνουν οι μύθοι;