Πώς ξεγελιούνται οι τίγρεις με καθρεφτάκια, με το ίδιο τους το είδωλο κοιτώντας το να ξεχάσουν την αιχμαλωσία που έρχεται...
Η ιδέα αυτή, ή καλύτερα η αίσθηση ζεστασιάς που δημιούργησε η ιδέα αυτή μέσα μου, υπήρξε όλο αυτό το διάστημα ένα είδος καταφυγίου
Έχω ένα σκυλί μέσα στο κεφάλι μου / που τις νύχτες κλαίει ή αναπολεί / δεν γνωρίζω / δεμένο γύρω από μια σιδερένια πίκρα
Στο λιγοστό φως που μπαίνει από το μικρό άνοιγμα της κουρτίνας βλέπει το σώμα του. Τον κοιτάζει. Μένει ασάλευτη.
Μνήμη είναι η εξορία που γίνεται πατρίδα στην άκρη μιας αποβάθρας πιο έρημης από ποτέ
Σπασμένα είδωλα πηγαινοέρχονται / Με κουράζουν με τις απαγγελίες πόνου / Θέλω να φύγω / Όμως στρατός φυλάει τα σύνορα κάτω
Το σώμα σου είχε αρχίζει να γεμίζει, να στρογγυλεύει σε πλήρη αντίστιξη με την συνήθεια του φθινοπώρου να πετάει, να απορρίπτει...
Πάντα γυρίζουν πίσω τα νερά. / Χύνονται αφροί χτυπώντας / το γκρι και το λευκό της άμμου, της προβλήτας.
Συχνά ξερίζωνε την καρδιά μου δίχως λύπη και παίζανε μπιλιάρδο με τον Χάιντ αυτός τον άφηνε από φόβο να κερδίζει.
Αγαπητοί μου / χρυσός ο αιώνας δε λέω / αλλά είδατε ποτέ το πρόσωπό σας / στον καθρέφτη;
Η ξανθιά αεροσυνοδός περνάει απ’ τον διάδρομο και του κάνει νόημα να σηκώσει το κάθισμα. Η προσγείωση ξεκινάει. Έξω μόνο σκοτάδι
Πέντε ποιήματα για το τέλος του στο Μεσολόγγι