Δε θα με παρεξηγούσε που δεν πήγα. Δεν της κακοφαινόταν καν που δεν την έπαιρνα στη γιορτή της. Η Όλγα ήταν φίλη μου.
Πρωτομαγιά και πάλι. Στο αμπέλι εμείς από το πρωί, με τα σακουλάκια μας και τη μπάλα μας. Τραγούδια, γέλια, χαρά Θεού.
Λίγα πράγματα κατάφερα να μάθω για σένα –
Κοίταξα προς το παράθυρο. Είδα πέντε σκιές να βάζουν σε σακούλες μικρά και μεγάλα αντικείμενα, με κεριά για να μην τις δουν.
Του φωνάζει να αφήσει τα παράθυρα ανοιχτά, θέλει αέρα παγωμένο, να βλέπει το τέλος να έρχεται σαν φως, σαν φλας να τη φωτογραφίσει
Η γη θα έχει κάψει όλη την ενέργειά της και εμείς δεν θα ξέρουμε τί σημαίνει η λέξη Επανάσταση
Η μητέρα μου έλεγε πως η αισθητική του καθενός είναι η προσωπική του ηθική. Το ωραίο είναι πάντα το ζητούμενο, το ύψιστο αγαθό.
Παλιομοδίτικο το πανωφόρι μου τριμμένοι οι αγκώνες έτοιμες να ξεφτίσουν οι άκρες των μανικιών.
Οι μέρες δεν έχουν τρόπο να τις ανοίξεις / Έζησα τις μέρες κλειστές / Ποτέ δεν έμαθα τι είχαν από μέσα
Το μέρος αυτό έχει πολλά ονόματα. Το λένε Βελιγράδι, το λένε Σρεμπρένιτσα, το λένε Σεράγεβο. Το λένε Δαμασκό, Βηρυττό, Μαριούπολη.
Διαβάζει νερό / βουλιάζουν οι λέξεις του / γίνονται ψάρια.
Φτερά στο χρώμα του χαλκού / σου χάρισαν οι πεταλούδες / άγνωστου πλανήτη, / να ντυθείς