Μας κατέβαζε ο δρόμος και πηγαίναμε απορροφημένοι στην κουβέντα με βήμα ελαφρύ, αγκαζέ
Είπαμε κάποτε στο Τέρας τη λέξη ανέφικτο ή μήπως τού είπαμε, τη λέξη εφικτό; και τράνταξαν απ’το γέλιο του όλα τα παλάτια
Το τοπίο αποσύρεται με ταχύτητα / νερό γύρω απ’ τους αστραγάλους μου / εδώ, παίρνω τις αποφάσεις / από χαμηλά
Ήταν ασφαλώς το πιο γηραιό και το πιο πολύπειρο μέλος της οικογένειας, ωστόσο έφυγε πρόωρα, άδικα και απρόσμενα.
Αν ήταν τόσο εύκολο τότε ο κάθε αστυνομικός, ο κάθε ιατροδικαστής ή δημοσιογράφος θα γινόταν και σπουδαίος συγγραφέας.
Περπατάω με αγωνία να φτάσω γρήγορα, να διαλυθεί η ουσία μου από την πρώτη βουτιά. Αναβράζουσα σκιά στο τεχνητό φως του δωματίου.
Αυτό το χιόνι ήταν διαφορετικό, αλλιώτικο από εκείνο των βουνών, συλλογιζόταν η Αρετή καθώς ξεκλείδωνε την εξώπορτα
Πόσοι σαν ήρωες, πόσοι σαν Τρώες, τυφλοί τα τ΄ ώτα και τω στόματι, την αιτία τους είδαν κι αισθάνθηκαν νεκροί;
Έχουν μια χάρη / παλαιωμένου πένθους / τα έπιπλά μας
Φούστες κύματα / μαγεύουν την Ίριδα / Θρύψαλα σκόρπια
Δε θα με παρεξηγούσε που δεν πήγα. Δεν της κακοφαινόταν καν που δεν την έπαιρνα στη γιορτή της. Η Όλγα ήταν φίλη μου.
Πρωτομαγιά και πάλι. Στο αμπέλι εμείς από το πρωί, με τα σακουλάκια μας και τη μπάλα μας. Τραγούδια, γέλια, χαρά Θεού.