Καλά, έλα απόψε να διεκπεραιώσουμε τη μοναξιά μας και γινόμαστε αύριο φως
Σιωπή. Εκείνος αόρατος, ήσυχος, πλέον συχνάζει, σα φίλος. Σκύβω στο βιβλίο με ζήλο, κι εγώ θεατρίνος.
Περπατούσα κατευθυνόμενος στο σπίτι του παλιόφιλου του Φρανκ. Μέσ’ απ’ τους κορμούς των δέντρων χρύσιζε το τελευταίο φως.
Ολοκληρώνοντας τη λίστα των συγγραφέων που συνδέονται με το μυστήριο του Βραβείου, ας εξετάσουμε τα δεδομένα της υπόθεσης
Περπατώ στα ξερ’κά τον Αύγουστο και σου φέρνω ψωμί και τυρί, και τα πόδια μου είναι γυμνά, και σε κάθε βήμα η γη σκίζεται...
Αγέλες ζωντανών ονείρων απ’ την πηγή τους να ξεχύνονται / κι αυτή αμέτρητα καράβια ν’ αναβλύζει …
Η ολοκλήρωση της μορφικής ανάπλασης συμμετέχει με έκδηλο και ουσιαστικό τρόπο στην κάλυψη του χαρακτήρα της παραφωνίας.
Δεν έχει τρένο τέτοιες ώρες. Γκρίζο σαν τη γενειάδα το φαράγγι χάσκει στο πέρασμα του ανέμου.
Εκεί ξεβράστηκε το πτώμα της Οφηλίας: κάτω από τις ρίζες των δέντρων, μεταξύ μαγκρόβιας βλάστησης και υδάτινων παρασίτων.
Ο άνεμος καταλάγιασε, το υψίσυχνο σφύριγμα έπαψε, έπαψαν και των λυκόκυνων τα μοιρολόγια, το κίβδηλο φως έσβησε
Έτσι απλός και καθαρός και ήσυχος βάρος απόκτησε σπουδαίο και μια ταυτότητα ιδιαίτερη
Ο δρόμος είναι πάντα δρόμος- η άσφαλτος έχει τους δικούς της κανόνες κι εμείς μόνο ένα δίπλωμα βραχείας θητείας.