Όταν μίλησα η πρώτη λέξη που είπα δυνατά ήταν «Υπομονή», η πρώτη που έμαθα να γράφω στα πέντε μου, μα στα 15 άρχισα να σωπαίνω
Πέντε γυναικείες φιγούρες έρποντας στα τέσσερα με εύκαμπτες και απίστευτα συμμετρικές κινήσεις με πλησίασαν.
Λόγω των καιρικών συνθηκών δεν ακούγεται σήμερα ο κεραυνός πέφτει απαλά, λειώνει σαν πρώιμο χιόνι
Υπόγειος άνεμος επιτηρεί την ελευθερία των παραθύρων διασαλεύοντάς την. Είσαι ξύπνιος ή ονειρεύεσαι;
Ένα βήμα μπροστά και χιλιάδες πίσω. Η ζωή είναι οπισθοχώρηση σε παλαιότερα σχήματα σε συμβάσεις με το παρελθόν
Κι όταν οι όμιλοι εταιρειών γίνουν μονάχα ένας θα εκλιπαρείτε για μια σταγόνα λάδι, μια ελιά κι ένα καρβέλι
Μέσα μου μουγκρίζει το ζώο, λέω πως είμαι άνθρωπος αφού φορώ κοστούμι, μα τις νύχτες βγαίνω στο βουνό κι αλυχτώ.
Τι κι αν δεν είμαι θάλασσα! Στα ρηχά σπλάχνα μου δε θυσιάστηκαν θαρρείς για τον έρωτα ή το χρυσάφι;
Το πεπρωμένο κάθισε στα κλαδιά του κέδρου. Σιωπή.
Τους άκουγα, αλλά δεν τους έκρινα. Δεν ήμουν εκεί για να δώσω άφεση αμαρτιών. Δεν ήταν δική μου δουλειά. Ήμουν απλά ο κουρέας.
Φαίνεται στο άσπρο τού χιονιού περισσότερο και απ' το σκοτάδι γιατί είναι ο φυσικός του προάγγελος (σκότος-σκοτώνω κλπ.).
Eπεξεργαζόταν το γρίφο του χτισίματος ενός σπιτιού στο χωρισμένο σε δυο λωρίδες οικόπεδό του χωρίς κανείς να γνωρίζει το παραμικρό