διακόπτοντας απότομα το λογύδριό του, τσίμπησε ένα μπισκότο κανέλας με επικάλυψη πικρή σοκολάτα
Οι σημαίες, άλλωστε, είναι για τους γενναίους κι αυτός σημαία δεν κράτησε ποτέ
Όσοι μου τράβηξαν τις χαρακιές / δεν θα έχουν τη χαρά / να δουν το χάραμα μες απ’ το χαράκωμα
Σ' αυτό το όνειρο είναι Γενάρης και τον Γενάρη τα μαλλιά σου μακραίνουν από τη βροχή
Μια νύχτα κόκκινη στα σωθικά μου / γκρεμιζόταν σαν άλλο σώμα / κι έπινε αργά το φως μου
«Άσπρο το θέλει», ακούστηκε πάλι η φωνή του θείου κι ένα μουρμουρητό βαθύ, φωνή γδαρμένη από το τσιγάρο και τα κλάματα
Μα γλιστράει ο ήλιος / και πετάω το σκοινί / δαγκώνω σφιχτά / τον κρατώ σταθερό / για να γυρίσεις / ξανά
Μπορεί και να το βρει κανείς υπονοούμενο σε κάποια διφορούμενη απόδοση ενός αγγλικού αριστουργηματικού ποιήματος
Τη νύχτα δεν μπορώ να κοιμηθώ από θορύβους ετοιμόρροπων μύθων / Τυλιγμένοι σε σεντόνι σωριάζονται ...
Όλα λάφυρα, στα πληγωμένα γόνατά μου. Κατακτητής με ένδυμα κατακτημένου.
Όμως εκείνο το βράδυ κάτι δεν υπολόγισε σωστά, πήρε μεγαλύτερη φόρα και βγήκε εκτός σκηνής...
Τότε κατάλαβε πως, «όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες», θα ’χει φασαρίες