Απόσπασμα πολυφωνικής νουβέλας
Το απόγευμα γινόταν πάλι ο Σμυρνιός με το λευκό καθαρό πουκάμισο, τη γραβάτα, τον βαρύ γλυκό καφέ του και την εφημερίδα του
Ο Φικρέτης κατάλαβε ότι με πείραζε το φως. Είπε «Σας κτυπάει ο ήλιος. Ελάτε». ___Ένα πολίτικο αφήγημα
Δίνη εκτόνωσης αέρα απ’ την ουρά του βουητού στην άβυσσο με σήκωσε σα σβούρα κρατώντας στα δάχτυλα μια τούφα απ΄ τα μαλλιά μου
Οι γυναίκες των θείων εικόνων / Που πάλλονται μες τις καρδιές μας / Προσόψεις σε γαλάζιο ουρανό / Μυστική ορχήστρα που χάνεται
Σημασία έχει πως όποτε ο χρόνος περνούσε έξω από το σπίτι της, η γιαγιά έβρισκε μια πρόφαση για να λείπει
Του δικού του κόσμου που ήταν τόσο μικρός και περιορισμένος. Για την ώρα, όσο είναι και ένα πιάτο φακές. Μαγειρεμένες όμως σωστά
Γυναίκες ανελέητες κι ευάλωτες στο τραύμα και στον έρωτα η Μέδουσα δεν φανταζόταν ότι θα καταλήξει στην ασπίδα μιας θεάς παρθένας
Προσεκτικά συγκολλώ τις λέξεις άλλων, / πολλών ανθρώπων λέξεις, / προσδοκώντας κάποτε τις δικές μου
Βλέπω την καύτρα τους να ανάβει και είναι σαν να αναπτύσσουμε ένα σιωπηλό τρόπο επικοινωνίας με τα φωτεινά σηματάκια μας
Το φίδι / όταν δέρμα αλλάζει, / το αδιάκοπο μεταπλάθει. / Ακόμα / και ό,τι / στιγμιαία πάει να προσηλωθεί
Ο ανώνυμος ήρωάς μου που έγραψε το διήγημα, δε θα μάθαινε ποτέ τι πράγματι είχε συμβεί, αν ήταν αυτοκτονία ή όχι ο θάνατός της