Κάποτε ανάβει αίμα ο θόρυβος / Της τελευταίας ώρας / Με μαύρα ράμματα στενεύουνε / Οι κήποι και τα ξέφωτα.
Έμεινα ξάγρυπνη. Ο άνεμος σφύριζε. Οι ανάσες μου κοντές. Το βάρος στο στήθος όλο και μεγάλωνε. Με βασάνιζε η απόφασή μας.
Γεννιέσαι χειμώνα, το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Η μαμή λέει πως δεν έχει ξανακόψει τόσο γερό λώρο, «σημάδι καλής τύχης»
Κοίταξε πάλι το ρολόι στις 3:24. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, γύρισε ανάσκελα και προσπάθησε να αφεθεί στην ταβανοθεραπεία
Είκοσι οκτώ χιλιάδες στίχοι κι ούτε μια λέξη για τον εαυτό σου.
Το φόρεμα την τραβάει για να προχωρήσει. Βλέπει το ρολόι της. Σε πέντε λεπτά πρέπει να είναι εκεί
Τα γόνατά μου έτρεμαν αλλά ευτυχώς κινούνταν. Ένιωθα ότι προχωρούσα στο δάσος, μια νοτισμένη μέρα από την προηγούμενη νεροποντή
Κι ένιωσα τότε όλη την κούραση που ερχόταν καθώς η αγάπη μου θα γινόταν αγάπη για ένα σώμα που θα επέμενε χωρίς εσύ να είσαι εκεί
Διασώστης πουλιών είναι αυτός που βγάζει τα σπουργίτια από το στόμα της γάτας.
Eκεί θα συζητήσουμε / για το χώρο και το χρόνο / για τον Σεφέρη και το γιασεμί / και το μέλλον θα φαίνεται σαν άχρηστο
Μιλάς κι εσύ που πήρες τον καλύτερο, καλόψυχος και τρυφερός και σε κοιτάει στα μάτια
Όταν έφυγα απ’ το σπίτι για να ’ρθω εδώ, έκρυψα στην τσέπη της ζακέτας μου τις βέρες. Κάθε πρωί ανοίγω το συρτάρι και τις φοράω