Ο κουρέας διηγιόταν, έκανε ατμόσφαιρα με ιστορίες του αδελφού του απ τα λιμάνια τίναζε τις ποδιές όπως ν' ανέμιζαν πανιά
Όμως εκείνο το βράδυ κάτι δεν υπολόγισε σωστά, πήρε μεγαλύτερη φόρα και βγήκε εκτός σκηνής...
Τότε κατάλαβε πως, «όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες», θα ’χει φασαρίες
Το χιόνι έπαιρνε μια σχεδόν μπλε απόχρωση, λες και περπατούσα τριγυρισμένη από θάλασσα. Κι ένιωθα μπλε, τυλιγμένη μες το σκοτάδι
Το φίδι / όταν δέρμα αλλάζει, / το αδιάκοπο μεταπλάθει. / Ακόμα / και ό,τι / στιγμιαία πάει να προσηλωθεί
Ο ανώνυμος ήρωάς μου που έγραψε το διήγημα, δε θα μάθαινε ποτέ τι πράγματι είχε συμβεί, αν ήταν αυτοκτονία ή όχι ο θάνατός της
Ν’ ατενίζει γονατιστός στη φεγγαράδα / το αργυρό σελίνι της Σελήνης και τον γύρω θόλο απορημένος
Στο όρος Αιγάλεω κάθε δυνατός ορίζοντας μας τέμνει. Τα πέρατα στραφτοκοπάνε. Ποιος νους συνέλαβε αυτή τη ναυμαχία;
Το μάτι του ακολουθεί ένα χελιδόνι· πετάει προς το Σηκουάνα· σκέφτεται να βουτήξει κι αυτός να το προλάβει
( Διαχρονικές αστυνομικές υποθέσεις )
Τον αγάπησαν γυναίκες που έμοιαζαν με χρώματα ιμπρεσιονιστών
Οι γυναίκες των θείων εικόνων / Που πάλλονται μες τις καρδιές μας / Προσόψεις σε γαλάζιο ουρανό / Μυστική ορχήστρα που χάνεται