Μπορεί και να το βρει κανείς υπονοούμενο σε κάποια διφορούμενη απόδοση ενός αγγλικού αριστουργηματικού ποιήματος
Όλα λάφυρα, στα πληγωμένα γόνατά μου. Κατακτητής με ένδυμα κατακτημένου.
Ο κουρέας διηγιόταν, έκανε ατμόσφαιρα με ιστορίες του αδελφού του απ τα λιμάνια τίναζε τις ποδιές όπως ν' ανέμιζαν πανιά
Όμως εκείνο το βράδυ κάτι δεν υπολόγισε σωστά, πήρε μεγαλύτερη φόρα και βγήκε εκτός σκηνής...
Τότε κατάλαβε πως, «όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες», θα ’χει φασαρίες
Το χιόνι έπαιρνε μια σχεδόν μπλε απόχρωση, λες και περπατούσα τριγυρισμένη από θάλασσα. Κι ένιωθα μπλε, τυλιγμένη μες το σκοτάδι
Προχώρησε προς την αυλόπορτα σέρνοντας το σεντόνι που είχε πια πάψει να είναι ολόλευκο καθώς το είχαν βρομίσει χώματα και σκόνες
Απόσπασμα πολυφωνικής νουβέλας
Το απόγευμα γινόταν πάλι ο Σμυρνιός με το λευκό καθαρό πουκάμισο, τη γραβάτα, τον βαρύ γλυκό καφέ του και την εφημερίδα του
Ο Φικρέτης κατάλαβε ότι με πείραζε το φως. Είπε «Σας κτυπάει ο ήλιος. Ελάτε». ___Ένα πολίτικο αφήγημα
Δίνη εκτόνωσης αέρα απ’ την ουρά του βουητού στην άβυσσο με σήκωσε σα σβούρα κρατώντας στα δάχτυλα μια τούφα απ΄ τα μαλλιά μου
Οπλίστηκα με συνωμοτική διάθεση και ξεχύθηκα στα πολυσύχναστα στενά, έτοιμος να δαμάσω τον ανθρωπόμορφο ταύρο του άγχους μου