Την καταλάβαινε· της είχαν φορτώσει μια ξένη στο σπίτι της και την είχαν αφήσει να την προσέχει
Όλα λάφυρα, στα πληγωμένα γόνατά μου. Κατακτητής με ένδυμα κατακτημένου.
Το χιόνι έπαιρνε μια σχεδόν μπλε απόχρωση, λες και περπατούσα τριγυρισμένη από θάλασσα. Κι ένιωθα μπλε, τυλιγμένη μες το σκοτάδι
Προχώρησε προς την αυλόπορτα σέρνοντας το σεντόνι που είχε πια πάψει να είναι ολόλευκο καθώς το είχαν βρομίσει χώματα και σκόνες
Απόσπασμα πολυφωνικής νουβέλας
Το απόγευμα γινόταν πάλι ο Σμυρνιός με το λευκό καθαρό πουκάμισο, τη γραβάτα, τον βαρύ γλυκό καφέ του και την εφημερίδα του
Ο Φικρέτης κατάλαβε ότι με πείραζε το φως. Είπε «Σας κτυπάει ο ήλιος. Ελάτε». ___Ένα πολίτικο αφήγημα
Δίνη εκτόνωσης αέρα απ’ την ουρά του βουητού στην άβυσσο με σήκωσε σα σβούρα κρατώντας στα δάχτυλα μια τούφα απ΄ τα μαλλιά μου
Οπλίστηκα με συνωμοτική διάθεση και ξεχύθηκα στα πολυσύχναστα στενά, έτοιμος να δαμάσω τον ανθρωπόμορφο ταύρο του άγχους μου
Και κάπως έτσι επιχείρησαν να περάσουν την πρώτη τους άνοιξη στο πάρκο, ως παρατηρητές των μπουμπουκιών
Απελπίστηκε στην ιδέα ότι θα έπρεπε να τα διαβάσει όλα για να μάθει τι από τη ζωή της είχε τυχόν χάσει
Για να σε συναντήσω ανάμεσα στην σελίδες / Μήπως παράπεσε κάτι από εσένα / Κάποιο κομμάτι δικό σου, απαράλλαχτο εσύ