Κι ένιωσα τότε όλη την κούραση που ερχόταν καθώς η αγάπη μου θα γινόταν αγάπη για ένα σώμα που θα επέμενε χωρίς εσύ να είσαι εκεί
Διασώστης πουλιών είναι αυτός που βγάζει τα σπουργίτια από το στόμα της γάτας.
Eκεί θα συζητήσουμε / για το χώρο και το χρόνο / για τον Σεφέρη και το γιασεμί / και το μέλλον θα φαίνεται σαν άχρηστο
Μιλάς κι εσύ που πήρες τον καλύτερο, καλόψυχος και τρυφερός και σε κοιτάει στα μάτια
Όταν έφυγα απ’ το σπίτι για να ’ρθω εδώ, έκρυψα στην τσέπη της ζακέτας μου τις βέρες. Κάθε πρωί ανοίγω το συρτάρι και τις φοράω
Ακίνητα όλα τα ψιλά χορτάρια κι οι κορφές όλες ξαφνικά τα κινεί ο άνεμος όταν αποφασίσει να φύγει σ’ άλλα μέρη
Ίσως πουθενά κανείς δεν συναντά το κενό που τόσο επιθυμεί η μοναξιά του· ούτε στο χώμα ούτε στα βράχια ούτε στο κρανίο του.
Στο απέναντι μπαλκόνι απλώνει τη μπουγάδα σαν να κρεμάει πουλιά στα σύρματα, πουλιά βαριά απ’ το νερό στις φτερούγες τους
Τη νύχτα δεν μπορώ να κοιμηθώ από θορύβους ετοιμόρροπων μύθων / Τυλιγμένοι σε σεντόνι σωριάζονται ...
Και τότε αρθρώσαμε την ερώτηση που τόσο καιρό ντρεπόμασταν να ξεστομίσουμε: Ποιος ήταν, τέλος πάντων, ο Καπέλας;
Κατέβαινε βιαστικά στο δρόμο, όταν τις έβλεπε να σηκώνονται από τα παγκάκια με το κινητό πάντα στο αφτί
Την καταλάβαινε· της είχαν φορτώσει μια ξένη στο σπίτι της και την είχαν αφήσει να την προσέχει