Μια νύχτα κόκκινη στα σωθικά μου / γκρεμιζόταν σαν άλλο σώμα / κι έπινε αργά το φως μου
«Άσπρο το θέλει», ακούστηκε πάλι η φωνή του θείου κι ένα μουρμουρητό βαθύ, φωνή γδαρμένη από το τσιγάρο και τα κλάματα
Μα γλιστράει ο ήλιος / και πετάω το σκοινί / δαγκώνω σφιχτά / τον κρατώ σταθερό / για να γυρίσεις / ξανά
Μπορεί και να το βρει κανείς υπονοούμενο σε κάποια διφορούμενη απόδοση ενός αγγλικού αριστουργηματικού ποιήματος
Τη νύχτα δεν μπορώ να κοιμηθώ από θορύβους ετοιμόρροπων μύθων / Τυλιγμένοι σε σεντόνι σωριάζονται ...
Και τότε αρθρώσαμε την ερώτηση που τόσο καιρό ντρεπόμασταν να ξεστομίσουμε: Ποιος ήταν, τέλος πάντων, ο Καπέλας;
Κατέβαινε βιαστικά στο δρόμο, όταν τις έβλεπε να σηκώνονται από τα παγκάκια με το κινητό πάντα στο αφτί
Την καταλάβαινε· της είχαν φορτώσει μια ξένη στο σπίτι της και την είχαν αφήσει να την προσέχει
Ένα μεσημέρι είχε βγει στο παράθυρο μιλώντας στο τηλέφωνο. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Ήταν χαρούμενη, τα μάτια της γελούσαν
Πώς θα φωτίσεις τα σκοτάδια σου; / Με ποιάς συνείδησης φλόγα;
«Κανείς δεν μας υπολογίζει», είπε άλλη μια φορά η γυναίκα παίρνοντας πίσω το μισοφαγωμένο σφουγγαράκι της, «είμαστε μικρή χώρα»
α, λέξεις τέτοιες δε μου βρίσκονται που ξένες πείνες να χορταίνουν