Ωδή σιωπηρή προς το αφόρητο
μια μυρωδιά καφέ καβουρδισμένου / ένας μονάχα Αύγουστος αρκεί για να γεράσεις
Και, μαζί, και το ιδεώδες του υγιώς αμιλλάσθαι αφανίζεται πίσω από μια μαντινάδα
Μπροστά από τον ξυλουργικό πάγκο εργασίας, στέκεται ένα παιδί έντεκα χρόνων με χαλκοκόκκινα μακριά μαλλιά
... καθ' ὕπαρ εις τον άγνωστον παράγοντα Ψ
Σήκωσα με το ματωμένο χέρι σαν τρόπαιο τον γωβιό ψηλά
«Λέγομαι Σταυράκιος Γκασμάς» του κάνει, «και ήρθα να δηλώσω την Ανάσταση και την ξεκωλιά του Κόσμου»
Mέσα της να κρατάει ζωντανά τα έργα, το κορμί του / να τ᾽ αξιώνει, να φαίνονται στα μάτια της, στο βάδισμά της
Γι’ αυτό κι εδώ, σ’ ετούτον τον κόσμο από πέτρα, η γλώσσα είν’ η πέτρα...
Απέναντι, στον άσπρο τοίχο που αχνοφέγγει κινούνται σπασμωδικά κάτι σκιές σαν ανθρωπόμορφα καραγκιοζάκια
μερικοί μεταλαμβάνουν και την ερωτεύονται με πάθος αμήχανο γιατί εκείνη σπάνια δίνεται σε κάποιον ενώ σε άλλους αδιάφορη φαντάζει
κι απ' τα μαλλιά τους ευωδίαζαν τα ποιήματα / σαν ένα φρέσκο σαμπουάν μπίρας / από μια παλιά διαφήμιση