Και τότε αρθρώσαμε την ερώτηση που τόσο καιρό ντρεπόμασταν να ξεστομίσουμε: Ποιος ήταν, τέλος πάντων, ο Καπέλας;
Κατέβαινε βιαστικά στο δρόμο, όταν τις έβλεπε να σηκώνονται από τα παγκάκια με το κινητό πάντα στο αφτί
Την καταλάβαινε· της είχαν φορτώσει μια ξένη στο σπίτι της και την είχαν αφήσει να την προσέχει
Ένα μεσημέρι είχε βγει στο παράθυρο μιλώντας στο τηλέφωνο. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Ήταν χαρούμενη, τα μάτια της γελούσαν
Πώς θα φωτίσεις τα σκοτάδια σου; / Με ποιάς συνείδησης φλόγα;
«Κανείς δεν μας υπολογίζει», είπε άλλη μια φορά η γυναίκα παίρνοντας πίσω το μισοφαγωμένο σφουγγαράκι της, «είμαστε μικρή χώρα»
α, λέξεις τέτοιες δε μου βρίσκονται που ξένες πείνες να χορταίνουν
διακόπτοντας απότομα το λογύδριό του, τσίμπησε ένα μπισκότο κανέλας με επικάλυψη πικρή σοκολάτα
Οι σημαίες, άλλωστε, είναι για τους γενναίους κι αυτός σημαία δεν κράτησε ποτέ
Όσοι μου τράβηξαν τις χαρακιές / δεν θα έχουν τη χαρά / να δουν το χάραμα μες απ’ το χαράκωμα
Σ' αυτό το όνειρο είναι Γενάρης και τον Γενάρη τα μαλλιά σου μακραίνουν από τη βροχή
Μια νύχτα κόκκινη στα σωθικά μου / γκρεμιζόταν σαν άλλο σώμα / κι έπινε αργά το φως μου