Eκεί θα συζητήσουμε / για το χώρο και το χρόνο / για τον Σεφέρη και το γιασεμί / και το μέλλον θα φαίνεται σαν άχρηστο
Μιλάς κι εσύ που πήρες τον καλύτερο, καλόψυχος και τρυφερός και σε κοιτάει στα μάτια
Όταν έφυγα απ’ το σπίτι για να ’ρθω εδώ, έκρυψα στην τσέπη της ζακέτας μου τις βέρες. Κάθε πρωί ανοίγω το συρτάρι και τις φοράω
Ακίνητα όλα τα ψιλά χορτάρια κι οι κορφές όλες ξαφνικά τα κινεί ο άνεμος όταν αποφασίσει να φύγει σ’ άλλα μέρη
Ίσως πουθενά κανείς δεν συναντά το κενό που τόσο επιθυμεί η μοναξιά του· ούτε στο χώμα ούτε στα βράχια ούτε στο κρανίο του.
Στο απέναντι μπαλκόνι απλώνει τη μπουγάδα σαν να κρεμάει πουλιά στα σύρματα, πουλιά βαριά απ’ το νερό στις φτερούγες τους
Τελικά τα χαλάσαμε· / τώρα σ’ αγαπώ στο όριο του μίσους / γι’ αυτά που χαλάσαμε: / τον έρωτα, το ποίημα, την επανάσταση
Αν ήσουν αίνιγμα θα 'ταν καλύτερα δεν θα 'βρισκα τη λύση του ίσως από ανημποριά αλλ΄ ίσως κι εσκεμμένα.
Γεννιέσαι χειμώνα, το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Η μαμή λέει πως δεν έχει ξανακόψει τόσο γερό λώρο, «σημάδι καλής τύχης»
Πώς θα φωτίσεις τα σκοτάδια σου; / Με ποιάς συνείδησης φλόγα;
«Κανείς δεν μας υπολογίζει», είπε άλλη μια φορά η γυναίκα παίρνοντας πίσω το μισοφαγωμένο σφουγγαράκι της, «είμαστε μικρή χώρα»
α, λέξεις τέτοιες δε μου βρίσκονται που ξένες πείνες να χορταίνουν