Κάποτε ανάβει αίμα ο θόρυβος / Της τελευταίας ώρας / Με μαύρα ράμματα στενεύουνε / Οι κήποι και τα ξέφωτα.
Έμεινα ξάγρυπνη. Ο άνεμος σφύριζε. Οι ανάσες μου κοντές. Το βάρος στο στήθος όλο και μεγάλωνε. Με βασάνιζε η απόφασή μας.
Τρέχουν άλογα τη νύχτα / όταν γεννιέται κάτι./ Όταν γεννιέται κάτι άσωτο / και ξυπνά τη νύστα του ονείρου
Ατάραχος επισκοπεί τα ερέβη των αιώνων βέβαιος ότι από τον δικό του δρόμο θα διαβείς, Ελευθερία.
Μόνο τη νύχτα είναι επικίνδυνος. Aγαπητοί συνεπιβάτες, προσοχή: Aν προσπαθήσει να σας κλέψει ένα όνειρο κάντε τον πεθαμένο.
Η ποίηση θα ήταν μια παρωχημένη μηχανή της βιομηχανικής εποχής θα βρισκόμασταν σε παλιά εγκαταλειμμένα εργοστάσια ποιημάτων
Eκεί θα συζητήσουμε / για το χώρο και το χρόνο / για τον Σεφέρη και το γιασεμί / και το μέλλον θα φαίνεται σαν άχρηστο
Μιλάς κι εσύ που πήρες τον καλύτερο, καλόψυχος και τρυφερός και σε κοιτάει στα μάτια
Όταν έφυγα απ’ το σπίτι για να ’ρθω εδώ, έκρυψα στην τσέπη της ζακέτας μου τις βέρες. Κάθε πρωί ανοίγω το συρτάρι και τις φοράω
Ακίνητα όλα τα ψιλά χορτάρια κι οι κορφές όλες ξαφνικά τα κινεί ο άνεμος όταν αποφασίσει να φύγει σ’ άλλα μέρη
Ίσως πουθενά κανείς δεν συναντά το κενό που τόσο επιθυμεί η μοναξιά του· ούτε στο χώμα ούτε στα βράχια ούτε στο κρανίο του.
Στο απέναντι μπαλκόνι απλώνει τη μπουγάδα σαν να κρεμάει πουλιά στα σύρματα, πουλιά βαριά απ’ το νερό στις φτερούγες τους