Ώσπου διάβασε την έκθεση ενός μικρού κοριτσιού. Ήταν ο αποχαιρετισμός στο Δημοτικό, στο παιδικό -όπως έγραφε- σχολείο του
Στο κεφάλι μου εντελώς ανεξήγητα καρφώθηκαν τα Πάρνηθα, Πάρνωνας, Παρνασσός. Πώς να βρεις άκρη με αυτό το ομόηχο και ομόριζο ΠΑΡΝ;
Μα εσύ το γέλιο σου έσπασες στα δυο στο μέγα δώρο της ζωής αντίδωρο δεν έδωσες χάνοντας πάντα την ιερή στιγμή στου χθες τη στάχτη
Ένας ηλεκτρικός σπινθήρας, μια στιγμιαία συνεργασία νευρώνων, μια μνήμη που επανήλθε και γέννησε κάτι αληθινό
Η κάμερα τον ακολουθεί / Κάμερα στο χέρι / Και πάει μια Εκδρομή / Στον Ουρανό
Πολύ νωρίς για να ξεκινήσει οτιδήποτε, σκέφτηκα, και πολύ αργά για τα περισσότερα από όσα σχεδιάσαμε ως τώρα
Κρέμονται επί ασπαλάθων τα ποιήματα, γίνεσαι κομμάτια να τα πιάσεις
μια μυρωδιά καφέ καβουρδισμένου / ένας μονάχα Αύγουστος αρκεί για να γεράσεις
Και, μαζί, και το ιδεώδες του υγιώς αμιλλάσθαι αφανίζεται πίσω από μια μαντινάδα
Μπροστά από τον ξυλουργικό πάγκο εργασίας, στέκεται ένα παιδί έντεκα χρόνων με χαλκοκόκκινα μακριά μαλλιά
... καθ' ὕπαρ εις τον άγνωστον παράγοντα Ψ
Σήκωσα με το ματωμένο χέρι σαν τρόπαιο τον γωβιό ψηλά