... καθ' ὕπαρ εις τον άγνωστον παράγοντα Ψ
Σήκωσα με το ματωμένο χέρι σαν τρόπαιο τον γωβιό ψηλά
«Λέγομαι Σταυράκιος Γκασμάς» του κάνει, «και ήρθα να δηλώσω την Ανάσταση και την ξεκωλιά του Κόσμου»
Mέσα της να κρατάει ζωντανά τα έργα, το κορμί του / να τ᾽ αξιώνει, να φαίνονται στα μάτια της, στο βάδισμά της
Γι’ αυτό κι εδώ, σ’ ετούτον τον κόσμο από πέτρα, η γλώσσα είν’ η πέτρα...
Απέναντι, στον άσπρο τοίχο που αχνοφέγγει κινούνται σπασμωδικά κάτι σκιές σαν ανθρωπόμορφα καραγκιοζάκια
Ατάραχος επισκοπεί τα ερέβη των αιώνων βέβαιος ότι από τον δικό του δρόμο θα διαβείς, Ελευθερία.
Μόνο τη νύχτα είναι επικίνδυνος. Aγαπητοί συνεπιβάτες, προσοχή: Aν προσπαθήσει να σας κλέψει ένα όνειρο κάντε τον πεθαμένο.
Η ποίηση θα ήταν μια παρωχημένη μηχανή της βιομηχανικής εποχής θα βρισκόμασταν σε παλιά εγκαταλειμμένα εργοστάσια ποιημάτων
Τα πιο όμορφα άνθη γεννιούνται σε έναν μυστικό κήπο, τα χρώματα τους το μόνο στοιχείο που διαταράσσει το τέλειο λευκό της.
Μάζεψε το μολύβι και τα χαρτιά και πήγε ξανά στο γραφείο να περάσει τις σκέψεις της στον υπολογιστή.
Ήταν ένα μικρό θαύμα, μία από αυτές τις στιγμές που δημιουργούν μοναδική χαρά και ανεξίτηλες αναμνήσεις στους εκούσιους μάρτυρες