Το βράδυ όμως που κοιμούνται οι βεβαιότητες, ξυπνούν οι ανατροπές
Ο κόσμος πήρε το πραγματικό του χρώμα / γέμισε μολυσμένο νερό. Σώματα επιπλέουν / νηστικά / κοιμισμένα / κρατάνε την ανάσα τους.
Κλαιγόσουν –δήθεν– για τα καυτά τα βότσαλα / μα εσύ με μάρκαρες βαθύτερα κι από πυρωμένο ατσάλι
Μέλι και γάλα πνίγομαι —το στόμα μου κιβούρι / Απ' την ανάσα μου ανεβαίνει o νεκρός / Να δω τι θα βρεις να πεις να τον γλυκάνεις
Μια στάμνα είσαι τώρα, μια δεξαμενή! και βύθισε μια αντλία μέσα μου που τρύπησε ως κάτω από τη γη και κάτω απ΄ τους πυθμένες
Υπογραμμίζω τα γράμματα / τσακίζω τη σελίδα / τσακίζω την υπόνοια / πως είμαι ολομόναχη εδώ
Η ζωή μου στα δύο. / Εσύ θα μαθαίνεις ποδήλατο / κι εγώ με μια πιστωτική θα αγοράζω ρούχα.
Τον τέμνουμε / τον κατατέμνουμε / τον ανατέμνουμε / και εντέλει / στις όχθες του αναμένουμε / άναυδοι, ανίδεοι, ανήμποροι
Ίσως δεν καταλαβαίνει τη διαφορά, ίσως δεν νοιάζεται
Υπήρχαν μόνο τα όπλα εκεί κάτω ή και τα κόκαλα των σκοτωμένων που τα κρατούσαν;
Αρκεί να εισέπνεα μια ανάσα της μορφής σου. / Τότε γύριζα σπίτι και ονειρευόμουν έναν κόσμο γεμάτο από σένα.
Το αίμα δεν γίνεται νερό / όσοι αιώνες κι αν περάσουν. / Μας δένει το γονίδιο / μια κληρονομική διάθεση / προς τις εκστάσεις