Η όραση αιχμάλωτη του χρόνου / ερωτοτροπεί / στα οροπέδια της μνήμης
Μ’ άρεσε κάτι το αγουροξυπνημένο που είχε στη φωνή και στην έκφραση
Την είδε είκοσι χρόνια μετά να κατεβαίνει από το τρένο, κρατώντας μια τσάντα με λαχανικά
Κατά το σούρουπο και μόνο ο χρόνος / Μπορεί να γλείψει την πληγή και το σκυλί σου / Κείνο το πλήγμα το αβάσταχτο που σ’ αλαφιάζει
Όπου τέσσερα ποιήματα γύρω από το ίδιο ερώτημα υποχωρούν ατάκτως πλην χορευτικώς δίχως απαντήσεις
Ένα φως παραστέκεται / Σαν πρόνοια / Σαν επισήμανση / Κάποιας κρυφής οργάνωσης / που αγνοούμε
Πίσω δεν συγχωρεί ο καιρός / να πηγαίνεις // Φανερώσου / με όλη τη γενναιότητα
Μία μονάδα που τρώει σε εστιατόριο με μία άλλη / η σιωπή μισοψημένη / τα πιρούνια να χώνονται στη μαλακή σάρκα
Ω Πολυξένη (ή Πολύμνια ή παλατάκι των πόθων του καθενός).
Τον άλλον όμως... Τον άλλον τον είχα σβήσει απ’ το μυαλό μου. Αναγκαστικά, γιατί η ζωή ομοιάζει με βιβλίον.
Τα σπίτια ζούνε μέσα σ' άλλα σπίτια / / θραύσματα, στιγμές, άμμος του χρόνου απατηλή / τυφλώνει τις κλεψύδρες
Όσο μεγαλώνω / Τα χημικά του χρόνου εμφανίζουν / Τις φωτογραφίες των καταναγκασμών μου