Μέλι και γάλα πνίγομαι —το στόμα μου κιβούρι / Απ' την ανάσα μου ανεβαίνει o νεκρός / Να δω τι θα βρεις να πεις να τον γλυκάνεις
Μια στάμνα είσαι τώρα, μια δεξαμενή! και βύθισε μια αντλία μέσα μου που τρύπησε ως κάτω από τη γη και κάτω απ΄ τους πυθμένες
Υπογραμμίζω τα γράμματα / τσακίζω τη σελίδα / τσακίζω την υπόνοια / πως είμαι ολομόναχη εδώ
Ευτυχώς δε με λένε όνομα που να γιορτάζει, γάμο δεν έκανα, δεν είχα με λουλούδια εγώ να κάνω. Και στο κατευόδιο, μοναχή απόμεινα…
Ήταν ένας άντρας, χωρίς μαλλιά, φαλακρός, καθισμένος οκλαδόν κάπως, με μάλλινα ρούχα
«Δεν πρέπει να σε συλλάβουν! Είναι η τελευταία σου αποστολή!»
Εσύ τι θα κάνεις, θα πας πάλι να χαζέψεις το Cutty Sark;
Φορούσα τα συνηθισμένα: μπάτσος, ναύτης, πυροσβέστης / διότι σε τέτοιες περιπτώσεις, η πρωτοτυπία διαλύει τις φαντασιώσεις
Δώσαμε ραντεβού στην κοιλιά του κήτους...
Ίσως θα ήθελες να είσαι καθησυχαστική, όμως μάλλον βλέπεις όπως κι εγώ πως δεν σταματά εκεί το θέμα
Το αίμα δεν γίνεται νερό / όσοι αιώνες κι αν περάσουν. / Μας δένει το γονίδιο / μια κληρονομική διάθεση / προς τις εκστάσεις
Πριν προλάβει να τελειώσει χτύπησε το τηλέφωνο. Το πήρε κοντά της, συνεχίζοντας την τελετουργία