Τον άλλον όμως... Τον άλλον τον είχα σβήσει απ’ το μυαλό μου. Αναγκαστικά, γιατί η ζωή ομοιάζει με βιβλίον.
Το καθαρό άσπρο όλων των χρωμάτων / μόνο άσπρο δεν είναι / αλλά το λέμε έτσι
Κι έπειτα εκείνο το προγκρέσιβ ροκ «στης Κλυταιμνήστρας την ποδιά» από το κόρους των μυγών το ακατάπαυστο
Εκτός και εάν βρίσκαμε κάποιον τρόπο να επιστρέψουμε στο προηγούμενο σπίτι μας
Το βράδυ όμως που κοιμούνται οι βεβαιότητες, ξυπνούν οι ανατροπές
Ο κόσμος πήρε το πραγματικό του χρώμα / γέμισε μολυσμένο νερό. Σώματα επιπλέουν / νηστικά / κοιμισμένα / κρατάνε την ανάσα τους.
Κλαιγόσουν –δήθεν– για τα καυτά τα βότσαλα / μα εσύ με μάρκαρες βαθύτερα κι από πυρωμένο ατσάλι
Μέλι και γάλα πνίγομαι —το στόμα μου κιβούρι / Απ' την ανάσα μου ανεβαίνει o νεκρός / Να δω τι θα βρεις να πεις να τον γλυκάνεις
Μια στάμνα είσαι τώρα, μια δεξαμενή! και βύθισε μια αντλία μέσα μου που τρύπησε ως κάτω από τη γη και κάτω απ΄ τους πυθμένες
Υπογραμμίζω τα γράμματα / τσακίζω τη σελίδα / τσακίζω την υπόνοια / πως είμαι ολομόναχη εδώ
Η ζωή μου στα δύο. / Εσύ θα μαθαίνεις ποδήλατο / κι εγώ με μια πιστωτική θα αγοράζω ρούχα.
Τον τέμνουμε / τον κατατέμνουμε / τον ανατέμνουμε / και εντέλει / στις όχθες του αναμένουμε / άναυδοι, ανίδεοι, ανήμποροι