Κύτταρο που τρίβεται / με οικείο κύτταρο / κατά τους φυσικούς / απαράβατους νόμους / εξαίσιας γυμνότητας
[ Απόσπασμα από την ομότιτλη ποιητική σύνθεση ]
Έχουμε τρίψει τα σώματά μας επιταχύνει τις λέξεις σε βογγητά και φθόγγους βρει τα φαράντ και τα βολτ που χωράνε την επιθυμία
Το φίδι, όμως, το 'τρεφα στον κόρφο μου. Δίπλα στα εικονίσματα τα φύλαγα τα στέφανα. Κάτω απ' τα στέφανα, πάνω στο κρεβάτι μας...
Έχεις ακούσει για τη διπλή φύση; Το μεσημέρι, όταν ο ήλιος καίει και νομίζεις πως όλα είναι φωτιά, μια φοβερή φωνή που μιλάει;
«Για όνομα του θεού, πώς κάνεις έτσι; Σε πείραξε που είπα πλάτανο το δέντρο, και μου λες να χωρίσουμε; Πας καλά;»
Στις επτά φόρεσε νεγκλιζέ, τύλιξε δυο μεγάλα ρολά στα μαλλιά της και άπλωσε κρέμα από φύκια στο δέρμα της...
Προτού με δεις στο ραντεβού να φτάνω η φιγούρα σου δίπλα στο περίπτερο άδικα άγνωστη ανυπεράσπιστη μέσα στη ροή της πόλης...
Ξυπνάω κουρασμένη. Σέρνομαι στο μπάνιο. Το νερό χλιαρό και δεν ξεπλένει το κορμί μου. Τα ψαράκια κατρακυλούν από τα βλέφαρά μου
Πρέπει να πλησιάσω, να τη φωτογραφίσω, στέκομαι στην άκρη του τείχους, δεν θα με πιστέψουν...
Ακίνητοι εμείς θωρούμε / ακίνητα θαρρούμε τα φυτά / ενώ οι ρίζες τους / δρόμο ανοίγουνε / βαθιά / όλο και πιο βαθιά ...
Ένα κείμενο με υποσημειώσεις...