Όπου τέσσερα ποιήματα γύρω από το ίδιο ερώτημα υποχωρούν ατάκτως πλην χορευτικώς δίχως απαντήσεις
Η ζωή μου στα δύο. / Εσύ θα μαθαίνεις ποδήλατο / κι εγώ με μια πιστωτική θα αγοράζω ρούχα.
Τον τέμνουμε / τον κατατέμνουμε / τον ανατέμνουμε / και εντέλει / στις όχθες του αναμένουμε / άναυδοι, ανίδεοι, ανήμποροι
Ίσως δεν καταλαβαίνει τη διαφορά, ίσως δεν νοιάζεται
Υπήρχαν μόνο τα όπλα εκεί κάτω ή και τα κόκαλα των σκοτωμένων που τα κρατούσαν;
Αρκεί να εισέπνεα μια ανάσα της μορφής σου. / Τότε γύριζα σπίτι και ονειρευόμουν έναν κόσμο γεμάτο από σένα.
Το καθαρό άσπρο όλων των χρωμάτων / μόνο άσπρο δεν είναι / αλλά το λέμε έτσι
Κι έπειτα εκείνο το προγκρέσιβ ροκ «στης Κλυταιμνήστρας την ποδιά» από το κόρους των μυγών το ακατάπαυστο
Εκτός και εάν βρίσκαμε κάποιον τρόπο να επιστρέψουμε στο προηγούμενο σπίτι μας
Το βράδυ όμως που κοιμούνται οι βεβαιότητες, ξυπνούν οι ανατροπές
Ο κόσμος πήρε το πραγματικό του χρώμα / γέμισε μολυσμένο νερό. Σώματα επιπλέουν / νηστικά / κοιμισμένα / κρατάνε την ανάσα τους.
Κλαιγόσουν –δήθεν– για τα καυτά τα βότσαλα / μα εσύ με μάρκαρες βαθύτερα κι από πυρωμένο ατσάλι