Πρέπει να πλησιάσω, να τη φωτογραφίσω, στέκομαι στην άκρη του τείχους, δεν θα με πιστέψουν...
Ακίνητοι εμείς θωρούμε / ακίνητα θαρρούμε τα φυτά / ενώ οι ρίζες τους / δρόμο ανοίγουνε / βαθιά / όλο και πιο βαθιά ...
Ένα κείμενο με υποσημειώσεις...
Τρέχεις, σα να ερωτεύεσαι. Σα να κρατιέσαι από μια σπάνια -μια μαγική- αλληγορία σ’ ένα σύμπαν όπου κυριολεκτεί μονάχα η σιωπή
Κάτω απ’ το δέρμα σου τρέχουν λαγοί / βγαίνουνε σύριζα στο φως της λέξης
Μια αμυγδαλιά-Πυθία, παραδομένη στους αέρηδες, σαν ανεμολόγιο, φυτρωμένο λοξά, πάνω από τον γκρεμό
Έχεις ακούσει για τη διπλή φύση; Το μεσημέρι, όταν ο ήλιος καίει και νομίζεις πως όλα είναι φωτιά, μια φοβερή φωνή που μιλάει;
Διακρίνω ένα ασημί πέδιλο να κρέμεται από το τακούνι στην μια πλευρά του κάδου, μαζί με μια ξανθιά περούκα κι ένα κομμάτι τούλι
Ο Κήπος ζώστηκε ξανά απ’ αγωνία και εκρηκτικά / Φως ιλαρόν με εγκαλεί και με προσμένει
Τα βιβλία εσωτερικεύτηκαν σε οθόνες / και το ξεφύλλισμα στο ανέπαφο νόημα / να διαβάζεις αυτό που δεν διάβηκες
στους προσαγωγούς της νύχτας / φύεται ένα αγκάθι / όσο σφίγγει καρφώνει / όσο καρφώνει σφίγγει
Κέρκυρα, Μεσολόγγι, Σκιάθος