Μοιάζω με υδρόβιο χελωνάκι / που περιστρέφεται γύρω απ΄ το καβούκι του / ψάχνοντας για φεγγάρι
Τώρα, είμαι ένα θύμα αυτής της γερμανικής κωλοεταιρίας που μου κατέστρεψε τις διακοπές, το καλοκαίρι
Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο γλιστράει τρομακτική πανσέληνος η σκιά σου ξαπλώνει το φιλάει χωρίς αιδώ ποτέ εκεί πότε εδώ
έχω μια πίστη πως μια μέρα / εμείς οι δυο θα κάψουμε / για πάντα κάθε ασφάλεια // (χιλιάδες βατ επιθυμία)
Η Άγνωστη καθόταν στην ίδια θέση αλλά τώρα ανοιγόκλεινε τα πόδια της∙ ο Μπάρμαν σερβίριζε έναν νέο πελάτη
Έχει ξεπέσει η τύχη μας / με φαρμάκια που δεν απαλύνουν τις χαρακιές πια
Κύτταρο που τρίβεται / με οικείο κύτταρο / κατά τους φυσικούς / απαράβατους νόμους / εξαίσιας γυμνότητας
[ Απόσπασμα από την ομότιτλη ποιητική σύνθεση ]
Μια αμυγδαλιά-Πυθία, παραδομένη στους αέρηδες, σαν ανεμολόγιο, φυτρωμένο λοξά, πάνω από τον γκρεμό
Έχεις ακούσει για τη διπλή φύση; Το μεσημέρι, όταν ο ήλιος καίει και νομίζεις πως όλα είναι φωτιά, μια φοβερή φωνή που μιλάει;
«Για όνομα του θεού, πώς κάνεις έτσι; Σε πείραξε που είπα πλάτανο το δέντρο, και μου λες να χωρίσουμε; Πας καλά;»
Στις επτά φόρεσε νεγκλιζέ, τύλιξε δυο μεγάλα ρολά στα μαλλιά της και άπλωσε κρέμα από φύκια στο δέρμα της...