Δεν άντεξε και της το 'πε στο τελευταίο της τηλεφώνημα κι ας της το κράταγε για έκπληξη όσο τα σκάρωνε με τα βελονάκια της
και τότε αναρωτιέμαι / πώς θα χαράξουμε τη σιωπή στα μαύρα νερά της λησμονιάς;
σαν φιγούρες του Παρθένη / ολόλαμπρες, αέρινες, αν και από σάρκα / ανάσες και δωμάτιο καταλαμβάνουν / για να τις εξαγνίσουν
Στοχαζόμενος και καθώς ο έρωτας τού έτρωγε τα σωθικά, αναζητούσε μια βοήθεια για να μπορέσει να ξεφύγει από το πνιγηρό αδιέξοδο
Περπάτα με τα χέρια, καθάρισε τ ’αφτιά σου απ΄ τα δάκρυα / Φίδι ακέφαλο βουστροφηδόν παλλόμενο η γνώση σου
Ίσως συμβαίνει σε κάθε ευκαιρία: να χαίρονται που ανακαλούν, χωρίς να μπαίνουν στα μυστικά της γραφής
τεχνητό με περιτύλιγμα / κρεμαστούς κήπους από πλαστικό / και προσχεδιασμένες περιπέτειες σε κυκλικές ράγες
Τα υφάσματα είναι για μένα πυξίδα για να ταξιδεύω στο παρελθόν, γέφυρες για να πηγαίνω πίσω στο μακρινό άλλοτε
Το βλέμμα πάνω απ’ τις μάσκες, πέρα απ’ το αρρωστημένο φως ― το συνιστούν εκατό άγιοι του σκοταδιού· και τις βαριές κουρτίνες
Αντίκρυ ήταν μια ταμπέλα πάνω από μια βιτρίνα με ψωμιά και γλυκά:
Ποιος τάχα ξέρει τι μέρος του λόγου είσαι: Ορμητήριο, κρησφύγετο, ή σάμπως φυλακή; Το ξέρουν μονάχα όσοι τους κατοίκησες
...και άλλες ιστορίες