Δεκάξι πόντους όνειρο σ’ ερμεία σφυρά / Ελπίζοντας πως δεν θα καταρρεύσει
Τα δώρισα στην κόρη μου με την εντολή «να τα φοράς κάθε μέρα, να τα χαίρεσαι, μην τα χάσεις σε αυτοκίνητα, να τα φοράς, να τολμάς»
Ξεκίνησα να ζω πάνω στη σιδερώστρα, εκεί τρώω, εκεί πλαγιάζω τα βράδια. Εκεί σαν αγκάθια ψαριού οι σκέψεις με γδέρνουν
Μόνο τη μοίρα των κυμάτων / ξέρει να διαβάζει
Εκνευρισμένος της φωνάζω: «τι θέλετε πια απ’ τη ζωή μου, πρωινιάτικα;»
«Η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη», σβουρίζει στο μυαλό η πρόταση ― πέντε καταραμένες λέξεις. Αύγουστος και εγώ βαδίζω στην ομίχλη
Ανάμεσα σε ένα τέρας και σε έναν ήρωα, / γυναίκα είναι εκείνη που ξέρει να κρατά τη θέση της
Έσκυψα, χάιδεψα το σκυλί στο κεφάλι και είδα στα μάτια του κάποια φωτόνια ανταμοιβής
Με το δεξί της χέρι έδιωξε το σύννεφο που ‘χε καθίσει πάνω στα μάτια της
Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου
Κινούμαι διαρκώς στο μεταίχμιο μεταξύ προαγωγής και υποβάθμισης
Είχε ήδη φτάσει στο χθες, όταν άκουσε τους μεντεσέδες της πόρτας και τον ρώτησε