το χιόνι σε φως ύφεση [έστω] ανθισμένο / κάτι λέξεις της – φτερά ή επίδεσμοι / θα λάμνουν στον αέρα
Πρέπει να ξέρεις πού να σταματήσεις για να μην καταλήξεις να αναφωνείς στο κρεβάτι του θανάτου «Θεέ μου! Τόσο χαμένο υλικό!...»
Το τρένο σταμάτησε να περνά./ Ο σταθμός δεν άργησε να ερημώσει./ Ούτε δρομολόγια ούτε ταξιδιώτες./ Μονάχα το καφενείο παρέμεινε
Τα δώρισα στην κόρη μου με την εντολή «να τα φοράς κάθε μέρα, να τα χαίρεσαι, μην τα χάσεις σε αυτοκίνητα, να τα φοράς, να τολμάς»
Ξεκίνησα να ζω πάνω στη σιδερώστρα, εκεί τρώω, εκεί πλαγιάζω τα βράδια. Εκεί σαν αγκάθια ψαριού οι σκέψεις με γδέρνουν
Μόνο τη μοίρα των κυμάτων / ξέρει να διαβάζει
Εκνευρισμένος της φωνάζω: «τι θέλετε πια απ’ τη ζωή μου, πρωινιάτικα;»
Ένας στοχασμός γύρω από το ανείπωτο όνομα, ένα όνομα που απαντάται συνεχώς και που συνεχώς αποφεύγεται
Να έφταιγε που ήταν τυφλωμένος από έρωτα και δεν είδε το ραγισμένο πλακάκι στο πεζοδρόμιο;
Αφιλτράριστα στιγμιότυπα που δεν έχουν την παραμικρή ανάγκη να μασκαριστούν
Με συγχωρείτε που βρίσκομαι εδώ
Στην έκθεση «Αλέκος Φασιανός - Βαγγέλης Χρόνης. 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική και ποίηση»