Με την τσάντα στην πλάτη / ψηλαφίζουνε / ηχηρά μελλούμενα
Χρησιμοποιούσε διαφορετικές προφάσεις ανάλογα, να έχει κάτι να απαντήσει στην συνηθέστατη ερώτηση «Τι γυρεύεις εσύ εδώ;»
Ένα φουστάνι ανάγωγο, λάφυρο Λαιστρυγόνων / σκισμένο ως τον αστράγαλο μού χρύσωσε την τύχη
Με περίμενε αναμαλλιασμένη κι άβαφη στον δρόμο
«Μπήκε χαμπερολόγος» είπε ο πατέρας της δείχνοντας αδύναμα με το χέρι του μια πεταλούδα της νύχτας, που φτεροκοπούσε στο ταβάνι
Όλα τα στόματα ανοιχτά στην πόλη Γκερνίκα /τόσο που η κραυγή τους /φτάνει κοντά μου κάθε βράδυ. /Στο δωμάτιό μου ψιχαλίζει καρφιά
Όταν αποτραβιέται η θάλασσα / αστράφτει αλλού το φως
Θέλω να μείνω μόνος / Με το άγγιγμα σου / Στην ασφυξία των κραυγών σου
Η θέση του στη συγκεκριμένη φωτογραφία εξ άλλου είναι αυτή που μας ενδιαφέρει
Δρομείς γενναίων αποστάσεων / εξασκούνται / στην αντοχή / στο ανώμαλο έδαφος.
Ίσως πάσχιζε να την αποζημιώσει «για όλες εκείνες τις τούρτες που πήγαν χαμένες», σιγοτραγουδά όπως η γιαγιά της...
Το παράθυρο ανοιχτό / δεν άφησες για να πετάξω / Ένα κλαδί σε άμμο κινούμενη / πριν βουλιάξω να πιαστώ