Μήπως οι χρωματιστές λάμπες που τρεμόπαιζαν δίπλα στις οθόνες με τα διαγράμματα;
Το εκκωφαντικό φρενάρισμα έκανε τους κατοίκους στα κοντινά σπίτια να ορμήσουν στις εξώπορτες
η νύχτα δεν θα μας έπνιγε στο φως
Mα μένει πάντα ανάσα υπόκωφου ρυθμού / Σα ραψωδία βροχερής κι αέρινης ημέρας
ενώ τα δάχτυλά σου δορυφόροι / πολιορκούσαν κορμιά / και χάιδευαν κεφάλια / από τον παγωμένο βορρά / ως τη νήσο Ράπα Νούι
Υπάρχουν άνθρωποι, που αποφεύγουν τη δοκιμασία της αγκαλιάς, χωρίς καθόλου να περνούν την βάσανο της έγκαιρης αποσύνδεσης
Κατά τα λοιπά... διαβιούμε υπό την σκιά του
«Ευχαριστώ», λέει και χαμογελάει για πρώτη φορά. Το πιο σπαραξικάρδια θλιμμένο χαμόγελο που έχω δει
(Ποιήματα που υπαγορεύτηκαν από φάσματα αθωότητας)
Επειδή τα ποιήματα / γίνονται βραδυφλεγή / καθώς ετοιμάζουν / ήρεμα / τις εκρήξεις
Παραλίγο να μετρήσει και τις πετσέτες: μία δύο τρεις. Αλλά κρατήθηκε. Κάνει ζέστη
Δύο ποιήματα