Αέρισε τους χώρους, ν’ ανανεωθεί η ασφυξία
Πήγα να διασχίσω ένα τοίχο, γελούσαμε...
τώρα βιώνουν την καταστροφική πτερόρροια / και χώνουν ψάρια στον υπερκόγχιο αδένα
Κάθε φορά που περνούσα από μπροστά του / τα δάχτυλά μου έμπηγαν τα νύχια τους / στη σάρκα του καρπού
Γύρω μου / χαλασμός Κυρίου / κι εγώ να ρωτάω / αν μια λέξη μπορεί / να με κάνει καλύτερο
Απέναντί του στο κουπέ μια πάλλευκη απόκοσμη πριγκίπισσα / έσκυψε και το σήκωσε
Ακροβατεί στις θηλές της ανάσας, / στον εξώστη των βιβλίων, / στις παρυφές πολύχρωμων θαυμάτων
Τριλογία
δεν χρειάζεται λοιπόν να επιστρέφεις / αδιάκοπα το βλέμμα θα υπάρχει / αδιάφορο το χρώμα / των ματιών
Στην σκηνή του σήμερα / ενεργώ με τα μέσα επιβίωσης / κοιτώντας τα αρχαία τεκμήρια
Το δικό μου τριαντάφυλλο / ζει σ’ έναν κήπο με οριγκάμι
Είναι σαν να αγγίζω δυο πράσινα γυμνά κλωνάρια, που στη φαντασία μου γεμίζουν άνθη