Χάρτης 39 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-39/poiisi-kai-pezografia/sto-tsoivali-me-ti-ghata
Παρότι, όπως σας έχω ήδη πει, μέσα σε δυο τρεiς μέρες διακόπτω κάθε επαφή με τους άντρες που πλησιάζω, δεν τους ξαναβλέπω, ούτε απαντώ στα γράμματα εκείνων που θέλουν επανασύνδεση, σε σας συμπεριφέρομαι διαφορετικά, σας στέλνω ετούτη την επιστολή ζητώντας τη βοήθειά σας. Σας γράφω για να σας εκμυστηρευτώ κάτι τρομαχτικό (ειλικρινά απορώ για ποιο λόγο είχα παραλείψει να σας το αναφέρω όταν μιλούσαμε), καίγομαι να σας αποκαλύψω κάτι ανυπόφορο που με σπρώχνει στην τρέλα και μου συνέβη όταν κρυβόμουν από τους Ρώσους στο σπίτι του γέρου. Μιλάω για τότε που έβρισκα καταφύγιο σε ένα δωμάτιο σαν βιβλιοθήκη, όπου είχα ανακαλύψει βιβλία με περιγραφές από ταξίδια στη Γη του Πυρός, βιβλία εξερευνητών και ποντοπόρων και άλλα, στα γαλλικά, με δίκες. Θυμάστε, φαντάζομαι πως σας είπα ότι είχα διαβάσει μια τέτοια δίκη και όλη την ώρα είχα την αίσθηση πως το έγκλημα που έγραφε ότι δικαζότανε, είχε γίνει στο δωμάτιο που βρισκόμουν. Μετά από την ανάγνωση εκείνης της δίκης, (κι εδώ είναι αυτό που θέλω να σας εκμυστηρευτώ), διαβάζοντας τον «Μίχαελ Κόλχαας» του Χάινριχ φον Κλάιστ και την ιστορία του πραγματικού προσώπου, του Χανς Κολχάζε που ήταν μαζί στο ράφι, το ένα δίπλα στο άλλο, με κυρίευσε κάτι πολύ πιο δυνατό από μια απλή αίσθηση, αν και όχι από την αρχή. Με κυρίευσε βαθύ αίσθημα φόβου κι ενοχής και στη συνέχεια σύγχυση που εγκαταστάθηκε μέσα μου οριστικά. Στην αρχή βέβαια, είχα μόνο την αίσθηση ότι και του Κόλχαας τα άλογα ζούσαν μέσα στο δωμάτιο, και ο ίδιος ο Κόλχαας έκανε τις συναλλαγές με τους αγοραστές των αλόγων εκεί μέσα, αλλά όταν κατάφερνα να σταματήσω την ανάγνωση και έφτανα, με τρόπο στο παράθυρο για να ρίξω έξω κλεφτές ματιές, διαπίστωνα πως όλα διαδραματίζονταν στην αυλή, μέσα στην ομίχλη που κύκλωνε το σπίτι του γέρου και προς στιγμήν ησύχαζα. Μόλις όμως γύριζα την πλάτη κι επέστρεφα στη θέση μου (όπως καταλαβαίνετε δεν μπορούσα να ζω συνεχώς μπροστά στο παράθυρο) επέστρεφε μαζί μου και ο Κόλχαας με τα άλογά του που σήκωναν την ουρά τους και κόπριζαν στο πάτωμα από τη μια άκρη του δωματίου ως την άλλη. Άχνιζαν τα κόπρανα και με έπνιγε η δυσοσμία τους, αλλά μου ήταν αδύνατον να κάνω κάτι, μου ήταν αδύνατον να κάνω οτιδήποτε εκτός από το να συνεχίσω την ανάγνωση, τέτοια ήταν η δύναμη που ασκούσε πάνω μου αυτός ο Κόλχαας, άνθρωπος αθώος κι αδικημένος όπως κι εγώ, τόσο διψασμένος για δικαιοσύνη που η απονομή της, του έγινε έμμονη ιδέα. Από ήσυχος, νομοταγής πολίτης έγινε αντάρτης και παίρνοντας το νόμο στα χέρια του, στράφηκε κατά του κράτους της Σαξονίας, όπως γνωρίζετε κι εσείς, αφού, ασφαλώς, αυτά θα τα έχετε διαβάσει. Η σύγχυση για την οποία σας γράφω έγκειται στην ξαφνική εκδικητικότητα που με κυρίευσε γιατί είχα γίνει ο Μίχαελ Κόλχαας. Κυνηγούσα και σκότωνα τους διώκτες μου, πράγμα που μου έδινε μεγάλη ευχαρίστηση, με λύτρωνε από τον τρόμο που με διακατείχε. Ένα βράδυ μάλιστα, την ώρα που ο γέρος φώναζε «Ο Μέγας Ναπολέων! Έρχεται ο Μέγας Ναπολέων! Κλείστε τα παράθυρα! Θα μας σφάξουν…» εγώ —κραδαίνοντας πάνω από το κεφάλι του το σπαθί που είχα βρει στη ντουλάπα— του απαντούσα: « Όχι άρχοντά μου, δεν θα σε σφάξει ο Μέγας Ναπολέων, εγώ ο Μίχαελ Κόλχαας θα σε σφάξω», αλλά τελευταία στιγμή αναγνώρισα τα λιπόσαρκα μέλη του που έτρεμαν και συγκρατήθηκα. Άλλες φορές πάλι, λίγο πριν ξεψυχήσω, κατάφερνα να γλιστράω από τον τροχό πάνω στον οποίο με είχαν δέσει και να τρέχω στο γέρο για να με πάρει αγκαλιά και να με βάλει στο κρεβάτι του. Ό,τι συνέβαινε στην ιστορία συνέβαινε μέσα στην ψυχή μου και φυσικά μέσα στο σπίτι. Μερικές φορές ο σχεδόν ογδοντάχρονος γέρος που με φιλοξενούσε, δραπέτευε από το σπίτι του και ως άλλος Χανς Γκράσμους «έτρεχε στις στέγες με τη μορφή γάτας» και εξαφανιζόταν. Τη νύχτα επέστρεφε, πάλι ως γάτα, για να κοιμηθούμε στο ίδιο κρεβάτι αγκαλιασμένοι.
Όταν όλα έγιναν πάλι κανονικά και ήμουν ελεύθερη, η σύγχυση εκείνης της περιόδου που αγρίευε την ψυχή μου, με άφησε, επιτέλους, ήσυχη, αλλά τώρα επανήλθε δριμύτερη. Όταν περπατάω αισθάνομαι πίσω μου, κάποιον που ετοιμάζεται να με αρπάξει από το λαιμό και όταν κάθομαι, αισθάνομαι δεμένη μέσα στο τσουβάλι με τη γάτα. Καταλαβαίνετε βεβαίως πως η γάτα με έχει ήδη κομματιάσει, δεν είμαι πια άνθρωπος, είμαι μια άμορφη μάζα που μερικές στιγμές (όπως τώρα που σας γράφω) μπορεί ακόμη να σκέφτεται, μπορεί ακόμη και να θυμάται. Θα καταλάβατε επίσης —φαντάζομαι— πως σας μιλώ για τον γέρο που, αφού με ξέσχισε με τα νύχια του και με κομμάτιασε, έπεσε νεκρός και τώρα είμαι καταδικασμένη να ζω μες στο τσουβάλι με την ψόφια γάτα. Γι’ αυτό σας γράφω. Να σας παρακαλέσω να με βγάλετε από εδώ, ελάτε να με σώσετε από την μπόχα, ελάτε πάρτε το ψοφίμι. Σας παρακαλώ, ελάτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε. Θα σας χρωστάω ισόβια χάρη. Θα με βρείτε από τη μυρωδιά, σαν εκπαιδευμένος σκύλος αφού είστε συγγραφέας. Σας περιμένω.