Χάρτης 38 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-38/afierwma/to-iero-mistirio-katastrefomai
Ξαναδιαβάζω τι έγραφα στο τεύχος 221 του περιοδικού Διαβάζω, τον Σεπτέμβριο 1989, με την ευκαιρία της κυκλοφορίας την προηγούμενη χρονιά στην Αθήνα, από τις εκδόσεις ύψιλον / βιβλία, του συγκεντρωτικού, ομολογουμένως κομψού εκείνου τόμου που έφερε τον τίτλο Όταν το σώμα. H Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ ανθολογούσε εκεί εβδομήντα έξι ποιήματα από επτά συνολικά συλλογές της, οι οποίες κάλυπταν ένα ευρύτατο διάστημα είκοσι πέντε ετών. Δεν έχω να προσθέσω ή να αφαιρέσω κάτι. Έστω η σύνοψη τώρα, τριάντα ένα χρόνια μετά: το σώμα είναι όντως κοιλάδα, η μόνη και η εύφορη συνάμα της ψυχής.
Θυμίζω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής ένα ποίημά της, το οποίο φέρει τον τίτλο, μάλιστα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για τα σημασιολογικά εν προκειμένω δεδομένα, «Η ευλογία της έλλειψης». Έχει δικαίως συγκρατήσει την αναλυτική προσοχή του Ευριπίδη Γαραντούδη έξι χρόνια πριν[1]. Θα συγκρατήσω καταρχάς το εξής προλογικό τετράστιχο: «Ό,τι μου λείπει με διδάσκει /ό,τι μου 'χει απομείνει μ' αποπροσανατολίζει /γιατί μου προβάλλει εικόνες απ' το παρελθόν /σαν να 'ταν υποσχέσεις για το μέλλον». Η έγκυρη γραφή σπεύδει εδώ όχι μόνο να αντικατοπτρίσει, μεταξύ άλλων, το έλλειμμά μας, αλλά να το αναδείξει περαιτέρω ως δείκτη οντολογικής επιβίωσης. Η Επιθυμία ισούται με την απρόσκοπτη εμπέδωση του μείον. Η επίγνωση του μείον είναι το καυδιανό δίκρανο: εκεί υποκλίνεται το ομιλούν / γράφον ον. Το ποίημα έρχεται εν ολίγοις στη ζώνη των υπαρκτών προκειμένου να κατοικήσει τον όποιο κενό χώρο του προσώπου. Η άφιξη του ποιήματος στην έρημο του καθημαγμένου είναι συνιστά πράξη ικανή και αναγκαία: το όνειρο της γραφής και το όνειρο της ζωής τείνουν να ταυτιστούν. Οι εκ των υστέρων δηλώσεις της ίδιας επιβεβαιώνουν την όλη κειμενική προοπτική. Ήτοι: «Το σώμα είναι ακρογωνιαίος λίθος της ποίησής μου κι αυτό οφείλεται όχι μόνο σε πνευματικούς χώρους αλλά και στην ιστορία της ζωής μου...Πριν καν καταλάβω ότι υπάρχω, πριν συνειδητοποιήσω την ύπαρξη ήμουν ήδη ανάπηρη και εγχειρισμένη. Και πάντα μου έλεγε η μαμά μου ότι ήταν θαύμα που επέζησα. Με απόλυτη επίγνωση της αναπηρίας μου, την οποία και κέρδισα... γιατί και έπαιζα και χόρευα και κολυμπούσα». Ο ποιητικός λόγος προβάλλει από το κορμί ως θεράπων. Η υλικότητα των γραμμάτων, το καλούπωμα των στίχων, το ζύγισμα των συλλαβών συνιστούν κινήσεις, εκτάσεις του σώματος. Αλλά και το πνεύμα αποτελεί κυριολεξία του σώματος. Αρκεί να παραβάλω: «και η γλώσσα δεν είναι άυλη. Μπορεί να είναι λεπτό σώμα, αλλά είναι σώμα. Οι λέξεις συλλαμβάνονται σε όλες τις σωματικές εικόνες που αιχμαλωτίζουν το υποκείμενο»[2].
Ύψιστο συνεπώς καθήκον του στίχου αποτελεί η διερμηνεία, εξ ορισμού μάλιστα, των όσων πρόλαβαν να μας παραχωρήσουν, ενίοτε μάλιστα εν ριπή οφθαλμού, οι αισθήσεις. Η επινόηση της μνήμης, οίκοθεν νοείται, δρα κι εδώ παραπληρωματικά. Λαμβάνοντας δε υπόψη, ότι η πραγματικότητα τεκμαίρεται ως δραστηριότητα της πλέον μεγαλοπρεπούς φαντασίας, όπως αποφαίνεται ο Ουάλας Στήβενς, τότε η ποιητική γραφή στην «Ευλογία της έλλειψης» υποστηρίζει με τη σειρά της τα επιτεύγματα του ρήματος. Πρόκειται για το πλήρωμα της όποιας εν τέλει αλήθειας.
Αποσπώ επίσης από το ως άνω κρίσιμο ποίημα ένα ακόμη τετράστιχο: «Δεν μπορώ, δεν τολμώ /ούτ' έναν άγγελο περαστικό /να φανταστώ γιατί εγώ/σ' άλλον πλανήτη, / χωρίς αγγέλους κατεβαίνω». Το Συµβολικό υφίσταται ασφαλώς και σ΄ αυτές τις καταθέσεις ως η άλλη, η ασφαλώς διευρυμένη Φύση. Στη θέση του μηδενός, η αίγλη του φωνήματος. Στο θέση ενός κάτωχρου ελάσσονος, η επικυριαρχία ενός μείζονος ρήματος. Ο φόνος του πράγματος από τη λέξη, όπως έδειξε, ως γνωστόν, ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ μπαίνει προσώρας στο αρχείο της σκέψης. Όσον τουλάχιστον διαρκεί η γραφή αλλά και η εκάστοτε ανάγνωση του ποιήματος, ο φόνος προάγεται, πάει να πει αναβαθμίζεται συνοπτικά σε θυσία. Το ομίλημα εξορκίζει με σθένος το δυστύχημα, την αβελτηρία, την ασθένεια του νοήμονος διπόδου. Με άλλα λόγια επαναλαμβάνεται η πάγια αρχή: αν και καταδικασμένοι παιδιόθεν σε θάνατο, γράφουμε. Ο πλέον έντιμος, ο πλέον στρατηγικός ελιγμός διαφυγής, διατείνεται και η εν λόγω ποιήτρια εμμέσως πλην σαφώς.
Εξ ου και οι συναφείς ομολογίες πίστης της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ στο γράμμα, που δεν σκοτώνει όπως θέλει και η παυλιανή τάξη, αλλά μεταθέτει συστηματικά το ποιητικό υποκείμενο από τη μη-στάση σε αυθεντική Ζωή, ήτοι: «Δεν θυμάμαι ποτέ να μην έγραφα, είναι πολύ περίεργο. Η ποίηση είναι σαν τα κύματα, έρχεται ένα κύμα που είναι έρωτας, ένα άλλο κύμα που είναι κάτι άλλο, η ζωή στη μοναξιά, μετά ένα άλλο κύμα που είναι η πόλη. Δεν είναι όλα έρωτας. Ένα ποίημα γράφεται όπως γίνεται μια οποιαδήποτε πράξη στη ζωή. Το δύσκολο με το ποίημα είναι ότι δεν αναγγέλλει ποτέ την άφιξή του. Έρχεται απρόσκλητο. Η συγγραφή ποίησης δεν είναι καθόλου κοπιαστική. Όταν έρχεται είναι σαν ευλογία». Η εν- σωματικο- ποίηση, η ενδελεχής και γι΄ αυτό δηλαδή τιμαλφής ώσμωση του μετά -φυσικού με το χώμα της όποιας εξ αντικειμένου πραγματικότητας, αναβαθμίζει το πρόσωπο σε ένα καθόλα κυρίαρχο Είμαι.
Έχω δε πάντα κατά νου επίσης: γράφουμε, αντιστρατευόμενοι πρωτίστως τον αυτισμό της αδολεσχίας. Το έργο της εν λόγω δημιουργού λόγου συνιστά, κοντολογίς, ένα χρηστικό εγκόλπιο όρων διαφυγής από τους καταστατικό Κακό του βίου. Να μεταφέρω, επειδή θαρρώ αρμόζει και το εξής καταστάλαγμα, από ένα άλλο τετράδιο τα εξής: η ποιητική γραφή = το χάραγμα, η ρωγμή. Η αυγή. Γράφουμε διότι βλέπουμε τι υπάρχει πάνω και πίσω από τα πράγματα αγεωγράφητο, αφωτογράφητο, αγεωμέτρητο. Όσα διεκδικεί το φως, αυτά ακριβώς μας ανήκουν. Και πολλά περισσότερα. Γράφουμε για να αναβαθμίσουμε εκτάσεις, για να κατανοήσουμε διαστάσεις του φαντασιακού. Οι λέξεις μας, αναδεικνύονται ως τα κεκτημένα συνθηκολογήσεων μεταξύ αρρήτων και μη ποιοτήτων. Ναι, «πελεκώντας τον εαυτό μας, έτσι γράφουμε». Η σεφερική δήλωση υπονοεί ασφαλώς πολλά. Ας κρατήσουμε αυτό που αρμόζει στον καθένα και στην κάθε μια κατά περίπτωση και περίσταση. Γράφοντας, η Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ γνωρίζει κι αυτή, εκ των προτέρων μάλιστα, ότι ο Άλλος ενδέχεται να μην βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς γλωσσικό κύμα επικοινωνίας. Η γραφή διερευνά την αδυναμία ενδελεχούς επικοινωνίας, τις παραμέτρους της θλιβερής ξενότητας, την δυστοπία του όντος. Τότε συστρέφεται, αναφέρεται εις εαυτήν, αλλά κατά τα άλλα δεν περισπάται. Πρόκειται ασφαλώς για τη γραφή των επαρκέστερων δημιουργών. Είναι όσοι σέβονται πρωτίστως την αξιακἠ ιδιοσυγκρασία της κάθε λέξης ξεχωριστά.
Μια εικόνα είναι η στάση του μυαλού ανάμεσα στις αβεβαιότητες
Τζούνα Μπαρνς[3]
Το σώμα δι-οράται. Αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσα από τα φίλτρα του. Του αρκεί η αίσθηση της υπεροχής των ορατών, όπως τα θέλει, όπως τα επιθυμεί αυτό. Πρόκειται για την κυριολεξία του ενθάδε-εντός. Η ποιήτρια θέλει να τονίσει με τον τρόπο της ότι «εφόσον τα πράγματα και το σώμα μου είναι φτιαγμένα από την ίδια στόφα, θα πρέπει και η όραση του σώματος να λαβαίνει, κατά κάποιον τρόπο, χώρα μέσα στα πράγματα, ή ακόμα, θα πρέπει η φανερή ορατότητα των πραγμάτων να επενδύεται μέσα στο σώμα μου με μια μυστική ορατότητα: «η φύση βρίσκεται στο εσωτερικό», έλεγε ο Σεζάν. Ποιότητα, φως, χρώμα, βάθος, τα οποία βρίσκονται εδωνά μπροστά μας, δεν βρίσκονται εδώ παρά μόνον επειδή το σώμα μας τα υποδέχεται. Αυτό το εσωτερικό αντίστοιχο, αυτή η σαρκική διατύπωση της παρουσίας τους την οποία τα πράγματα ξυπνούν μέσα μου, ξυπνούν, με τη σειρά τους, ένα, ορατό ακόμα, ίχνος όπου κάθε άλλο βλέμμα ξαναβρίσκει τα κίνητρα εκείνα τα οποία υποβαστάζουν τον τρόπο με τον οποίο αυτό το βλέμμα επιθεωρεί τον κόσμο. Εμφανίζεται έτσι ένα ορατό στη δευτέρα, σαρκική ουσία ή εικόνα του πρώτου»[4].
«Ποίηση γράφει κανείς και με το σώμα του — γιατί δεν υπάρχει πνεύμα, νους, ψυχή ή όπως αλλιώς να το ονομάσουμε, που να είναι αποχωρισμένο από το σώμα. Δυσκολεύομαι, όμως, πλέον να ξεχωρίσω το θηλυκό από το αρσενικό γένος, το γυναικείο από το ανδρικό γνώρισμα».
Άντεια Φραντζή[5]
Ξέρουμε προ πολλού από την ίδια ότι «πολύτιμη για μένα κληρονομιά που μ’ άφησε ο νονός μου (: ο Νίκος Καζαντζάκης) ήταν η πίστη-απιστία στον Θεό. Αυτή η σύνθεση ανάμεσα στην έλλειψη ελπίδας για μια προστασία, μια δικαιοσύνη, ακόμα και για μια “μετά θάνατον” ζωή και μαζί μια αδιάκοπη αίσθηση του μυστηρίου που μας έφερε στη ζωή, που φύτεψε τα δέντρα, που στη φλόγα ρίχνει βροχή. Μια αίσθηση ότι η παντοδυναμία της ζωής νικάει την απουσία του Θεού»[6]. Η μοναξιά προετοιμάζει τον θρίαμβο του δημιουργικού λόγου. Απομονώνω στη συνέχεια το εξής επιλογικό τρίστιχο από την προαναφερόμενη «Ευλογία της έλλειψης»: «Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν /έγινε φίλη καλή / μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου». Κι ο χρόνος της ποιήτριας δεν έχει πλέον σχέση, όπως μάλιστα θα περίμενε κανείς, με τον γνωστό μαθηματικό χρόνο. Οι προσπάθειες ενανθρώπησης του χρόνου είναι, ως εκ των πραγμάτων λοιπόν, αμείωτες. Το ποίημα από την άποψη αυτή είναι ο σμιλεμένος, με άλλα λόγια ο κανονικός, ο αρμόζων χρόνος. Οι εξομολογήσεις υπομνηματίζουν το αγωνιώδες κι ασίγαστο ταυτοχρόνως εγχείρημα της χάραξης χρόνου. Αποδελτιώνω κυρίως τα εξής: «εκείνο που είναι πολύ δύσκολο είναι να βγάλω από τη ματιά και την ψυχή μου την έννοια του μέλλοντα χρόνου. Κάνω κάθε μέρα ασκήσεις, ώστε να μου επιβάλω τη ζωή με μόνη έννοια το παρόν. Το παρελθόν φέρνει μελαγχολία και το μέλλον 'παραμυθία'. Να ζω το παρόν μέρα με τη μέρα. Αυτό... Εύχομαι να μπορώ λίγο ακόμα!».
Το γράμμα «Χ» με κεφαλαίο του «Χρόνου» θα μπορούσε εύκολα να παραπέμψει κάθε φορά που θα συναντούσαμε τους παραπάνω τρεις στίχους, στο γράμμα «χ», στο πρώτο δηλαδή γράμμα της λέξης «χέρι», όπου επίσης εμπεριέχεται το γράμμα «ρ» του «Χρόνου». Πρόκειται για το χέρι, το οποίο τείνει την ευτυχή εκείνη συγκυρία να ακουμπήσει, να σφίξει, να μην αφήσει ποτέ ξανά το χέρι του διακαώς ποθούμενου Άλλου. Η εικόνα δεν θα μπορούσε να ήταν περισσότερο διαυγής, συνάλληλη και συμπαγής σημασιολογικά: αφορά στο «χέρι», εννοώ, εκείνο που θέλει ν΄ αγγίξει, να κλείσει μέσα του, ει δυνατόν για πάντα, τον κομβικό ιστό του ποιήματος, δηλαδή την τόσο βαρύνουσα λέξη «αγάπη». Κι όπως επισημαίνει αναλόγως ο Ζακ Λακάν τότε: «ξεπροβάλει ένα χέρι που απλώνεται για να συναντήσει το δικό σας, και εκείνη τη στιγμή το δικό σας χέρι ακινητοποιηθεί στην κλειστή πληρότητα του φρούτου, στην ανοιχτή πληρότητα του λουλουδιού, στην έκρηξη ενός χεριού που λαμπαδιάζει ‒ τότε λοιπόν αυτό που παράγεται εδώ είναι ο έρωτας»[7].
Η σημαίνουσα τρίδυμη εκφορά: αγάπη – amour – έρως πλανάται, αιωρείται, σπεύδοντας να στεφανώσει το ποιητικό υποκείμενο στο τέλος της αναζήτησης της Απόλαυσης. Και στο πρωτότυπο για τους ενδεχόμενους πρόσφορους συσχετισμούς στο μέλλον:«une main sort qui se tend à la rencontre de la main qui est la vôtre, et qu' à ce moment c' est votre main qui se fige dans la plénitude fermée du fruit, ouverte de la fleur, dans l' explosion d' une main qui flambe - alors, ce qui se produit là, c' est l' amour».
Έτσι θα διαβάσω και τους κρίσιμους στίχους από το ποίημα «Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων» από τη συλλογή Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό.[8] Δηλαδή: «Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων /όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο/και κερδίζει τον συγκεκριμένο χώρο. /Ένα τόπο. /Με τράνταγμα βαρύ. /Θάνατο. /Όταν το σώμα κερδίζει τον τόπο του /με θάνατο/στην πλατεία /σα λύκος με ρύγχος καυτό /ουρλιάζει το «θέλω» /«δεν αντέχω» /«φοβερίζω – ανατρέπω» /«πεινάει το μωρό μου». /Το σώμα γεννάει το δίκιο του/ και το υπερασπίζεται». Η όποια αναίρεση της εμφαντικής αυτής Νίκης από τη θεματικά αντίθετη Ήττα, η οποία απαντά μέσα στο ίδιο ποίημα, επίσης σημειωτέον με αρχικό Η κεφαλαίο, εξετάζεται από την πλευρά μου μόνον εντός του πλαισίου του ρυθμικού, αντιστικτικού μηχανισμού του όλου κειμένου κι όχι από την καθαρά εννοιολογική του σκοπιμότητα. Δεν πρόκειται βέβαια για μιαν εξόφθαλμη αυθαιρεσία, όπως θα έδειχνε ένα βιαστικό συμπέρασμα, αλλά για μια ξεκάθαρη πράξη αναγνωστικής ελευθερίας. Δεν παραθεωρώ τα σημαινόμενα. Για να το διατυπώσω διαφορετικά: απλώς σπεύδω να τονίσω εδώ ορισμένες μεταφορές με διαφορετικό τρόπο. Έτσι λοιπόν και οι επόμενοι επιλογικοί στίχοι του ίδιου ποιήματος προέρχονται από το όνειρο της ανενδοίαστης κατάφασης στο θαύμα κι όχι από την όποια δυναμική απόπειρα της πλήρους αποδόμησής του. Αντιγράφω κατά λέξη: «Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι /φτύνει το κουκούτσι-θάνατο /κατρακυλάει πετάει /ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα/–κίνηση του κόσμου-/στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει /ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους /κι υποφέρει· /χάνει τα δόντια του/τρέμει από έρωτα /σκάει η γη του σαν καρπούζι /και τελειώνει». Αφήνω τώρα το κείμενο να καταχωρήσει εδώ και την εξής συναφή αποτίμηση: ο Γιώργος Σεφέρης ταύτιζε τον άνθρωπο με το κορμί και το πνεύμα του , χωρίς να προτιμά ή να υποτιμά το ένα έναντι του άλλου[9].
Η δομή είναι λόγος. Και μάλιστα ασίγαστος. Ο ήχος είναι στερέωμα και θόλος της φωνούλας. Αυξάνεται όμως η έντασή της καθώς ανεβαίνουμε τη σκαλωσιά των στίχων. Εκείνη βέβαια ξέρει από ρυθμούς και μέτρα. Όχι άπνοια, αλλά εγρήγορση. Τίποτα δεν έχει προλάβει να επινοηθεί. Όλα συμβαίνουν στον χωροχρόνο των σπασμών. Η λίμπιντο φθέγγεται: το παρόν διαστέλλεται...διαστέλλεται...κι άλλο...κι άλλο...Ο παλμός της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ: ο παλμός της μετάβασης. Το συλλογικό αυτί έχει βέβαια από ώρα ξυπνήσει. Θέλουμε να το κρατήσουμε αυτό το ανεπούλωτο τραύμα, το ράγισμα του πόθου. Αυτό το κύμα της έξαρσης. Είναι η σάρκα, ναι, η απόλυτη Μορφή, που έχει πάρει σειρά τώρα να αναπτυχθεί ως να είναι η αναβαθμισμένη, η αδιαμφισβήτητη επικράτεια του λόγου. Κι όπως τεντώνονται οι ιστοί, παράγεται αυτομάτως ένα είδος μουσικής. Η αντήχηση του όντος, η υλικότητα των κινήσεων της ύπαρξης. Οι συλλαβές από φορείς καταστατικούς των συμπτωμάτων άλγους, πένθους, απώλειας και πτώσης ηχούν εν τέλει ικανο - Ποίηση.
(Ο τίτλος του κειμένου αυτού από το «Καλ ή κοκορομαχία» της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ)