Χάρτης 6 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2019
https://www.hartismag.gr/hartis-6/klimakes/xarths-oalasshs
Για αποφυγή της τρικυμιώδους πραγματικότητας και προσέγγιση σε στεριές ποιητών, από αυτές τις σελίδες παρουσιάζονται ποιητές της Ιβηρικής χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής.
Ήθελα να παραμείνω στη Βαρκελώνη, να δω τους φίλους μου τόσο στην πόλη όσο και στα περίχωρά της. Με πρόλαβε, όμως, η είδηση του Βραβείου Θερβάντες 2018 και σάλπαρα για Ουρουγουάη, αφού βεβαίως, προμηθεύτηκα τα απαραίτητα βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες και λογοτεχνικά ένθετα για το ταξίδι. «Αυτό που έχει από ζωή η ποίηση της Βιτάλε» λέει σ’ ένα άρθρο του ο κριτικός Χοσέ Ραμόν Ριπόλ, «δεν αναφέρεται σε κάτι το βιογραφικό αλλά στο ουσιώδες, στο τραγούδι της ίδιας της ζωής, στο παρόν της, που γίνεται εικόνα ζωντανή και αιώνια. Αυτό που έχει από ηθική είναι εκείνο που την κάνει να νοιάζεται για τον άλλο και να του δίνει τον χώρο του, την ύπαρξή του, την αξιοπρέπειά του. Τέλος, ο λόγος τής προσφέρει το κλειδί, τη γέφυρα, για να προσεγγίζει το ποιητικό γεγονός». «Κάποιες φορές» εξηγεί ή ίδια η ποιήτρια σε συνέντευξή της, «μου βγαίνει ένα ποίημα μακρύ, πιο προφορικό από το απαραίτητο, αλλά η φυσική μου τάση είναι η συντόμευση. Παρόλο που θαυμάζω βαθιά εκείνους που αφήνονται να οδηγηθούν από αυτή την ακυβέρνητη τρέλα, καθένας γεννιέται όχι με σενάριο αλλά με γνώμονα στο χέρι, και ο δικός μου γνώμονας είναι να σβήνω και να σβήνω. Το να διορθώνεις είναι σαν να τακτοποιείς συρτάρια: αφαιρείς ό,τι περισσεύει». Κάπου αλλού διάβασα την ακόλουθη δήλωσή της: «Πολλές φορές ένα ποίημα γεννιέται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, αλλά βεβαίως από μια ανάγκη, που χωρίς αυτήν δεν είναι αποδεκτό. Η ανάγκη αυτή μπορεί να οφείλεται σε κάποια αδυναμία ή σε μια ρωγμή μας που αναζητά στη γραφή βοήθεια, ενίσχυση: αυτή την ίαση που διαισθάνθηκε ο Πλάτωνας». Κατηφορίζοντας τον Ατλαντικό, όπως θα μπορούσα να πω «ποιητική αδεία», είχα τον χρόνο να διαβάζω αλλά και να μεταφράζω. Κι εκεί που είχα μεταφράσει το infinito ως άπειρο, το διόρθωσα γρήγορα γρήγορα σε ατελείωτο, μόλις διάβασα την παρακάτω ομολογία της Ίδα Βιτάλε: «Δεν παίζω με την έννοια του απείρου. Νιώθω αγωνία, πνίγομαι. Ίσως λιγότερο σήμερα, στα όρια πια του ατομικού χρόνου, απ’ ό,τι στην εφηβεία. Μην μπορώντας να φανταστώ την εικόνα, τις λεπτομέρειες, το προς τα πού της ζωής, η ίδια η ζωή ενσάρκωνε, για να το πω έτσι, το επιθετικό άπειρο. Δεν είμαι σίγουρη ότι είμαστε φτιαγμένοι για να κινούμαστε με φυσικότητα απέναντι σε αυτή την έννοια. Νομίζω πως της ποίησης της ταιριάζουν οι δυσκολίες: να εστιάζει στο στιγμιαίο, να το εξευγενίζει, να του προσδίδει μια επίφαση απείρου. Είναι το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε για πράγματα που δείχνουν να πασχίζουν όπως εμείς για να πλησιάσουν το μη εφήμερο. Παρόλο που γνωρίζω ότι η λέξη που επιλέγω και η ίδια η ιδέα της ποίησης στην οποία πιστεύω θα είναι θύματα του μέλλοντος, που θα γίνει παρόν καταβροχθίζοντας σχεδόν τα πάντα, είμαι καταδικασμένη να γράφω μέσα σ’ αυτή την εξίσωση δυστυχίας έχοντας συνείδηση της απόστασης και της στιγμιαίας ευτυχίας της δημιουργίας».
Ενενήντα έξι χρονών σήμερα η Ίδα Βιτάλε, ξεκίνησε να γράφει εκεί στα δεκατέσσερα με δεκαπέντε της χρόνια. «Μια βδομάδα διόρθωνα και καθαρόγραφα» εκμυστηρεύεται. «Η δραστηριότητα αυτή με είχε μαγέψει. Έπειτα, φρονίμως, το έσκισα. Στην πραγματικότητα, όμως, πριν, στην έκτη τάξη, μας είχαν υπαγορεύσει ένα ποίημα της Γκαμπριέλα Μιστράλ. Επειδή ήταν σύντομο, η δασκάλα το θεώρησε απλό, δε μας το εξήγησε κι εγώ δεν κατάλαβα τίποτα. Μου φαινόταν όλο πολύ ασαφές, αλλά δεν ήξερα πώς να ρωτήσω γι’ αυτά που δεν καταλάβαινα. Πέρασε ένας χρόνος κι εξακολουθούσα να το γυροφέρνω στο μυαλό μου, πάντα με περιέργεια. Άρχισα να διακρίνω μια σκηνή, κάποιον που υπέφερε και μιλούσε για τον πόνο του… Είδα το ποίημα σαν έναν χώρο μυστηρίου που η υπομονή μπορούσε να διαλευκάνει, κατά μόνας, μια πρόκληση από την οποία αναδυόταν κάτι το σπουδαίο, που με εμπλούτιζε, κι έτσι άρχισε το ενδιαφέρον μου για αυτό που τους κανόνες του ακόμα τους αγνοούσα».
Μια ερώτηση που σκεφτόμουν να της έκανα στη συνάντησή μας, την είχε ήδη απαντήσει σε άλλη συνέντευξή της: «Έχω τόσες πολλές επιρροές που δε θα μπορούσα να τις απαριθμήσω. Όλα όσα διαβάζει κανείς, με κάποιον τρόπο θα του χρησιμεύσουν, υποτίθεται. Προτιμήσεις, ναι, έχω, θα μπορούσε κανείς να ορίσει μια σειρά προτιμήσεων από την παγκόσμια λογοτεχνία, η οποία αναζητά μια ποίηση πιο καθαρή, με λιγότερα στολίδια, προτιμήσεις πιο ουσιαστικές ως προς τα θέματα ή τις λέξεις». Στην επόμενη ερώτηση «Τι νόημα ή τι σκοπό έχει, αν όντως έχει, η ποίηση στη σημερινή κοινωνία; Γιατί λένε πως ζούμε σ’ έναν κόσμο που οι άνθρωποι δεν καταναλώνουν ποίηση», απαντάει ως εξής: «Αυτό θα έπρεπε να σας το πουν εκείνοι που πουλάνε βιβλία, ή που τα προωθούν. Για μένα, το μεγαλύτερο νόημα βρίσκεται στο ότι κάνω κάτι που δεν μπορώ να σταματήσω να κάνω. Πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα γράφει ελπίζοντας ότι αυτό θα χρησιμεύσει σε κάτι, αλλ’ όχι με πολλή πεποίθηση».
Το πλοίο έπιασε Μοντεβιδέο κι έπειτα από λίγο κατευθυνόμουν προς την παραλία Μαλβίν. Η Ίδα Βιτάλε με περίμενε στο διαμέρισμά της με τους τοίχους του καλυμμένους από βιβλία και μ’ ένα διάχυτο άρωμα φρεσκοφτιαγμένου τσαγιού. Αεικίνητη, με σέρβιρε με το που κάθισα στην πολυθρόνα μπροστά από το γραφείο της. Εκείνη κάθισε από την άλλη μεριά, με τον φορητό υπολογιστή της ανοιχτό. «Κρατάω σημειώσεις» μου είπε με ύφος καλής μαθήτριας, «για τον λόγο μου στην απονομή του Βραβείου». «Ως είθισται, με θέμα το έργο του Θερβάντες» τη διέκοψα. «Κυρίως με τον Δον…». «…Κιχώτη!» πετάχτηκα. Μα πριν προλάβω να της εκφράσω με λόγια τη λατρεία μου σ’ αυτόν τον πανανθρώπινο ήρωα, σαν να την είχε δει στην έκφραση του προσώπου μου, συνέχισε: «Αλλά, τι διακριτικότητα, τι σεβασμό που δείχνει ο Θερβάντες προς τον ήρωά του! Αντί να τον περιβάλει με μαγεία συνεπικουρούμενη από γητειές, να θέσει τον πρωταγωνιστή του στη διάθεση κακόβουλων βασανιστικών πνευμάτων, βάζει, ξανά και ξανά, τα σφάλματά του όλα να γεννιούνται από τον ίδιο, από εκείνα τα ολισθήματα των καθαρών νοητικών κατασκευών του, από το επίκτητο παραλήρημα που του προκάλεσαν τα επικίνδυνα αναγνώσματα, ολισθήματα που τόσο πολύ εντυπωσιάζουν, συναρπάζουν και κουρδίζουν τον Σάντσο, και τον κάνουν να υποτάσσεται ξανά και ξανά στη βούληση εκείνου που τον παρασέρνει σε περιπέτειες που του είναι παντελώς ξένες». «Το συγκλονιστικό για μένα είναι» άρχισα να λέω αυθόρμητα, «το ότι ο Θερβάντες, μέσα σε τόσες εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις που χρησιμοποιεί, δεν αποκαλεί πουθενά τον ήρωά του τρελό ευθέως, πράγμα που συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις διασκευές για παιδιά και είναι απαράδεκτο». «Πολλές φορές» άρχισε να μου διαβάζει εκείνη από τον υπολογιστή της, «αυτό που ονομάζουμε τρέλα του δον Κιχώτη, θα μπορούσε να ιδωθεί ως εισβολή μιας ποιητικής φρενίτιδας, μη υπογραμμισμένης ως τέτοιας από τον Θερβάντες, έναν μυθιστοριογράφο που είχε στην ποίηση τον πρώτιστο σεβασμό του. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να βάλουμε στο στόμα του σαλεμένου γενικά ήρωα, κάποιους πολύ μεταγενέστερους στίχους του Μπωντλαίρ: “J’ ai gardé la forme et l’ essence divine de mes amours décomposés”».[1]
Παρόλο που κανένας δε σε ψάχνει πια, εγώ σε ψάχνω.
Μια φευγαλέα φράση και εισπράττω δόξες
του χτες για τις ολιγόλογες μέρες,
σε γλώσσα ενός απρόβλεπτου πλούτου.
Γλώσσα που χρησιμοποιεί έναν άνεμο προσκυνητή
για να πετάξει πάνω από νεκρές ηρεμίες.
Έρχεται από μια γλυκιά εποχή της φαντασίας∙
πηγαίνει προς έναν μόνο κι αδυσώπητο χρόνο.
Δώρο που προσφέρεται μέσα σε φωνές σχολιασμένες,
για πολλούς διφορούμενο, επιμένει
να βυθιστεί, βαθιά ρίζα φοίνικα,
πεπεισμένο πως συνεννοείται με τους λίγους.
Καθετί εδώ είναι παλίμψηστο,
πάθος του παλίμψηστου:
κατά παρέκκλιση,
να σβήνει το λίγο που έχει γίνει,
ν’ αρχίζει από το τίποτα,
να επιβεβαιώνει την παρέκκλιση,
να κοιτάζεται μέσα στο αυξημένο τίποτα,
να φροντίζει το δηλητηριώδες,
να σκοτώνει το υγιές,
να γράφει παραληρηματικές ιστορίες για ναυαγούς.
Προσοχή:
δε χάνεται ατιμωρητί το παρελθόν,
δεν πατάμε στον αέρα.
Το βορειοδυτικό ρόδο αναδιπλώνεται,
το νότιο ρόδο απαλλάσσεται.
Κάθε ύπαρξη, κάθε κάψα
ανοίγουν τα καθαρά παραπετάσματά τους.
Φωνάζει ο άνεμος χωρίς απάντηση
όταν η μοναξιά
διώχνει τα χασαπόσκυλα
κι ένα χέρι στο όριο που τρίζει
πλησιάζει τα υπολείμματα.
Αμφιβάλλουμε για τον ουρανό,
και προβάλλοντας στο σταχτί διάφραγμά του
βλέπουμε να κατεβαίνει το σκονισμένο,
παθητικό του στέμμα
πάνω στην εξαθλίωση του ανθρώπου,
το πλακουντιακό κουρέλι του, ομοίως,
πάνω στον φτωχό,
ατελείωτο,
και στους λίγους αφέντες του.
Κι είναι το μόνο δίκαιο.
…μετά από τόσο εδώ κι εκεί και πήγαινε κι έλα.
Φρανθίσκο δε Αλδάνα
Είναι κι εδώ κι εκεί: περαστικοί,
σε καμία πλευρά.
Κάθε ορίζοντας: εκεί που έν’ αναμμένο κάρβουνο καλεί.
Θα μπορούσαν να πάνε προς οποιοδήποτε χάσμα.
Δεν υπάρχει πυξίδα δεν έχει φωνές.
Διασχίζουν ερήμους όπου ο δυνατός ήλιος
ή ο πάγος καίνε
και ατέλειωτους κάμπους χωρίς το όριο
που τους κάνει αληθινούς,
που θα τους έκανε στέρεους και βοσκοτόπια.
Το βλέμμα ξαπλώνει σαν σκυλί,
δίχως καν το κούνημα μιας ουράς.
Το βλέμμα ξαπλώνει ή οπισθοχωρεί,
γίνεται σκόνη απ’ τον αέρα
άμα κανείς δεν το ανταποδώσει.
Δεν επιστρέφει στο αίμα ούτε φτάνει
σ’ αυτόν που πρέπει.
Διαλύεται, τόσο μόνο.
Il n’y a de paix qu’au-dessus des serpents de la terre[2]
Μαξ Ζακόμπ
Θα ήθελες να γράφεις στο περιθώριο καύσεων
και ριγών,
ζιζάνια που πολυβολούν
και μαρτυρίες αποτυχίας κάθε μαγείας,
επιδιορθώνοντας φαγωμένους υδράργυρους ώστε
από την άλλη μεριά του καθρέφτη να φτάνει κανείς
στους κήπους χωρίς καταιγίδα ή πονηριά,
όπου το κυκλικό τσάι και οι στενοί φίλοι
οι μακρινοί.
Θα ήθελες να μετατρέψεις τα έλη σε πηγές καθαρού
κάρδαμου,
να υψώσεις την ιστορία,
δίχτυ που έρπει και σκοντάφτεις
και γεμίζεις μελανούς οιωνούς.
Αλλά συνεχίζεις στην ασφυκτική κινούμενη άμμο
χωρίς κατεύθυνση,
για να προσαράξεις στην υποσχεμένη φρίκη.
Η πλάτη, θλιβερό σημάδι,
ακολουθεί πίνακες υπαγορευμένους μέσα
σε κεραυνούς και βία.
Θα ήθελες να γεννιέσαι σε ηλικία λογικής.
Από τον ουρανό ένας ιππέας
καλπάζει προς τα δάση,
μία αμαζόνα
διασχίζει δρυμούς
που τη διαπερνούν.
Το κλειδί των ονείρων
είναι το κλειδί των κάμπων είναι
η ανάμνηση κάθε ταξιδιού είναι
τα μεταφυσικά εδάφη.
Από τον μίσχο ενός φύλλου βγαίνουν
σειρές στρατηγημάτων για να ν’ αποφύγουν τρόμους,
πιστά ομοιώματα,
προσεγγίσεις της αγαθότητας
και του βρεγμένου,
κοπιώδους φόβου,
σαν λιοντάρι που πετάει μέσα σε δάφνες και σάλπιγγες,
ένας βράχος σηκώνει στον αέρα το κάστρο του,
ένα μήλο εισβάλλει στο αναγνωστήριο∙
αυτό που στην ταντάλια μνήμη μας
καλύπτει τους ουρανούς της καταιγίδας,
γκρεμίζει μυστηριώδη οδοφράγματα
μ’ ένα φως γεμάτο ευθυκρισία.
Τα εύφορα μάτια
δημιουργούν μέρες πομπής,
δειλινά που διαρρέουν
μέσα στον ορατό κόσμο
κιόσκια
παρωχημένου χώρου.
Σύννεφα Μαγκρίτ θα είναι γρήγορα για πάντα.
άλογο και αναβάτης είναι δύο ζώα πια
Ένα συν ένα, λέμε. Και σκεφτόμαστε:
ένα μήλο συν ένα μήλο,
ένα ποτήρι συν ένα ποτήρι,
πάντοτε όμοια πράγματα.
Και τι αλλαγή όταν
ένα συν ένα ίσον ένας πουριτανός
συν μια ορχήστρα κρουστών,
ένα γιασεμί συν ένας Άραβας,
μία καλόγρια κι ένας γκρεμός,
ένα τραγούδι και μία μάσκα,
ξανά μία εξάρτυση και μία κόρη,
η ελπίδα του ενός
συν το όνειρο του άλλου.
Αντιβασιλέας που σχηματίζει σαλίγκαρους,
Μάης[3] σκληρός
λέει συμπέρασμα και αστραπή
και τις τελευταίες πόρτες κλείνει
του καλοκαιριού.
Σε πολύ μακρινά απογεύματα
από το προηγούμενο φθινόπωρο
θα ’χει ο συνήθης κειμενικός ουρανός,
δίχως στόχους,
χρυσαφί, θλιμμένο ηλιοβασίλεμα
το σεντόνι του χρόνου.
Λυτός, ο σκύλος της ζωής
ψάχνει σε κύκλους
κι έχει την πλήρη απόγνωση
στην όσφρησή του.
Αν λείπουν τόσα πολλά σημαίνει ότι δεν είχαμε τίποτα.
Γκαμπριέλα Μιστράλ
Τώρα
πρέπει να πληρώσω την κατανάλωση του χρόνου,
χωρίς καθυστέρηση,
ξοδεμένη η έκσταση
περπατώντας σ’ έναν κήπο από πυρίτη.
Οργώνουμε ξανά το ίδιο αυλάκι
για γονιμότητα της δυστυχίας,
και το γράμμα,
η σιωπή
μπαίνουν με αίμα.
Θα έρθουν χρόνια για να βόσκουμε λέξεις
σαν σκοτεινά βοσκοτόπια,
να ρίχνουμε να καούν μικρές σαλαμάνδρες,
όλοι οι εξορκισμοί,
σχεδόν μνημεία όπου υπήρχε κάποιο ξέφωτο,
όχι πλέον κοινός τόπος,
που κανένας
με τον φόβο των διασταυρώσεων
δεν ονειρεύεται ή δε διαβάζει.
Ακαθόριστα βαγόνια διαβαίνουν
προς
ένα παρελθόν που κονιορτοποιεί τις ρίζες,
που λειαίνει το πένθος και μας αποχαιρετά.
Την τύχη σου μη ανοφέλετα θρηνήσεις[4]
Οι θολές σκάλες
ανεβαίνουν στην ελπίδα του έρωτα,
κατεβαίνουν με τόνους μοναξιάς,
εξαθλίωσης, σ’ εκείνο το σκοτάδι
όπου γέρος, θα σου αρέσει να κάθεσαι,
διαβαθμίζοντάς το:
ν’ ανοίγεις ένα παραθυρόφυλλο,
να σβήνεις ή ν’ ανάβεις ένα κερί,
άλλο κερί,
για να φωτίσεις το μετάξι ενός μετώπου,
το μισοκαπνισμένο τσιγάρο,
επιλόγους, επιλόγους.
Δεν κατανοείς
εκείνα τα μεγάλα πράγματα τ’ ακίνητα, τα αιγυπτιακά,
και προτιμάς να ζεις πάνω από ένα μπορντέλο,
κοντά στην εκκλησία, στο νοσοκομείο.
Κι η φωνή σου κατέβηκε τις σκάλες,
έφτασε στο σκοτάδι, στον καρκίνο,
κατά το δικό σου μακρινό ταξίδι στην Ιθάκη,
σ’ εμάς, στο απλό θαύμα:
είσαι
ο ηττημένος, ο θλιμμένος, ο μόνος
–δεν έχει σημασία ποιας φυλής–
που αλλάζει τον πόνο σε τραγούδι.
Δέχομαι τον κόσμο τούτο φωτισμένο μόνο
βέβαιο, ασταθή, δικό μου.
Εξαίρω τον αιώνιο λαβύρινθό του μόνο
και το σίγουρο φως του, ακόμα κι αν κρύβεται.
Ξύπνια ή μέσα σ’ όνειρο,
τη βαριά του γη πατώ
και είναι η υπομονή του εντός μου
αυτή που ανθίζει.
Έχει έναν κύκλο κουφό,
προθάλαμο μήπως,
όπου περιμένω στα τυφλά
τη βροχή, τη φωτιά
να ξεσπάσουν.
Κάποιες φορές το φως του αλλάζει,
γίνεται Κόλαση∙
κάποιες φορές, σπανίως,
Παράδεισος.
Κάποιες θα μπορέσει ίσως
να μισανοίξει πόρτες,
να δει εκείθε
υποσχέσεις, διαδοχές.
Εγώ μόνο σ’ αυτόν κατοικώ,
από αυτόν προσμένω,
κι έχει πολλές εκπλήξεις.
Σ’ αυτόν βρίσκομαι,
ας μείνω
θα ξαναγεννηθώ.
Ίδα Βιτάλε (Ida Vitale), Μοντεβιδέο 1923. Ουρουγουανή ποιήτρια, δοκιμιογράφος, μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας και καθηγήτρια πανεπιστημίου από οικογένεια Ιταλών μεταναστών. Θεωρείται μέλος της γενιάς του ’45, όπως και ο πρώτος σύζυγός της, ο συγγραφέας Άνγελ Ράμα, δημοσιεύοντας το πρώτο της δοκίμιο το 1947 και την πρώτη ποιητική της συλλογή το 1949. Τη δεκαετία του ’60 διηύθυνε στην Ουρουγουάη την εφημερίδα Έποκα και τα περιοδικά Κλιναμέν και Μαλντορόρ. Το 1974, εξαιτίας της δικτατορίας, αναγκάστηκε να εξοριστεί στο Μεξικό, όπου γνώρισε τον Οκτάβιο Πας, ο οποίος τη σύστησε στον εκδοτικό και λογοτεχνικό κόσμο της χώρας. Το 1984 επέστρεψε στην Ουρουγουάη, ενώ το 1989 εγκαταστάθηκε στο Τέξας, με τον δεύτερο σύζυγό της, ποιητή επίσης, Ενρίκε Φιέρρο. Το 2016 χήρεψε και επέστρεψε στην Ουρουγουάη. Έχει δημοσιεύσει δέκα βιβλία ποίησης και πέντε πρόζας, κριτικής και δοκιμίου, καθώς και την αυτοβιογραφία της. Της έχουν απονεμηθεί: Βραβείο Οκτάβιο Πας (2009), Βραβείο Αλφόνσο Ρέγιες (2014), Βραβείο Βασίλισσα Σοφία (2015), Διεθνές Βραβείο Ποίησης Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (2016), Βραβείο Μαξ Ζακόμπ (2017), Βραβείο FIL Λογοτεχνίας σε Ρομανικές Γλώσσες (Έκθεση Βιβλίου, Γουαδαλαχάρα 2018) και Βραβείο Θερβάντες (2018).
Πηγές:
http://www.materialdelectura.unam.mx/index.php/16-poesia-moderna/poesia-moderna-cat/344-1
https://www.culturagenial.com/es/ida-vitale-poemas/
http://amediavoz.com/vitale.htm
https://elpais.com/elpais/2019/04/23/album/1556009868_087877.html
https://www.letraslibres.com/mexico-espana/entrevista-ida-vitale
https://www.letraslibres.com/espana-mexico/literatura/entrevista-ida-vitale
https://www.mexico.com/la-guia/entrevista-con-ida-vitale-asi-vive-y-piensa-una-escritora-de-94-anos/
https://letralia.com/134/entrevistas01.htm
https://elpais.com/cultura/2019/04/23/actualidad/1556020824_948756.html?id_externo_rsoc=FB_CC&fbclid