Χάρτης 38 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-38/afierwma/o-thriamvos-tis-statheris-apwleias
Όταν πρωτοπήγα στην Σχολή Αηδονοπούλου (στεγαζόταν τότε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας) πήγαινα στην Πέμπτη Δημοτικού. Με εντάξανε στο δεύτερο τμήμα γιατί το επίθετό μου αρχίζει από Σίγμα. Ωστόσο στενοχωριόμουν γιατί δεν με βάλανε στο πρώτο τμήμα. Ήταν εκεί η πανέμορφη ξανθιά Άννα κόρη του Ηλία Βενέζη και ένα κοριτσάκι διαφορετικό από εμάς που μου είχε κινήσει την προσοχή. Περπατούσε κάπως περίεργα προτείνοντας συγχρόνως το δεξί του χέρι λίγο γερμένο. Έμαθα ότι ήταν η πρώτη μαθήτρια. Το όνομά της ήταν Κατερίνα Αγγελάκη.
Ύστερα από ένα μήνα περίπου, είδα ένα κείμενό της για τον μπάρμπα Γιαννακό, τον επιστάτη του σχολείου, που είχε πεθάνει, πλάι σ’ ένα δικό μου ποίημα (ίσως ήταν το πρώτο μου ποίημα) «Το πρωταπριλιάτικο ψέμα». Έχω φυλάξει το περιοδικό και παραθέτω πιο κάτω τα δύο κείμενά μας.
ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ
Έκλεισε σήμερα ένας χρόνος από τότε που ο
αγαθός αυτός άνθρωπος μάς άφησε χρόνους, είναι
ένας χρόνος που ο Μπάρμπα-Γιαννακός έκλεισε για
πάντα τα μάτια. Ένας χρόνος πέρασε χωρίς αυτόν,
χωρίς το χαμόγελό του, χωρίς την ευχάριστη εμφά-
νισή του στο κατώφλι του σχολείου, Ήταν ένας πολύ
απλοϊκός άνθρωπος, αγράμματος, που μόλις έμαθε
να βάζη την υπογραφή του. Με την εξυπνάδα του
και την καλωσύνη του προ πάντων, κατώρθωσε και
έγινε ένα με το σχολείο. Σε κάθε παλιά σχολική ανά-
μνηση υπάρχει ο Μπάρμπα-Γιαννακός. Τον θυμάμαι
πάντα ευχάριστο, συμπαθητικό, να μου μιλάη:
«Γεια σου, αγγελούδι μου» έλεγε πάντα. «Άντε,
αγγελούδι, άργησες». Αγαπούσε τα μικρά και τα
φρόντιζε σαν στοργικός πατέρας. Εικοσι εφτά χρό–
νια ήταν στο σχολείο και για μας που περάσαμε
τα περισσότερα χρόνια του Δημοτικού μαζί του,
θα μένη πάντα στη θύμησή μας η χαρακτηριστική
του μορφή μπρος στην πόρτα του σχολείου.
Κατερίνα Αγγελάκη
ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑΤΙΚΟ ΨΕΜΑ
Πρωί, πρωί, σαν ξύπνησα είδα μια καραμέλα.
Αρχίζω τα πηδήματα. Άχου, θα είναι τρέλα.
Μα όταν μπήκε ο Λουκάς μέσα στην κάμαρά μου
Δικιά του είναι, σκέφτηκα, κι έσβησε η χαρά μου.
-Καλέ Λουκά, του λέω εγώ, μου δίνεις λίγη μένα
-Για ρώτημα ναι Κούλα μου. Για σένα δίνω κι αίμα
Αμέσως εξαφνιάστηκα...Αυτός ειν’ αδερφός μου;
Τόσο πολύ γελάστηκα ή έχασα το φως μου;
Μα σαν λίγο την μάσησα μου κόπηκε η λαλιά...
Κι ο αδερφός μου φώναξε: «Κούλα, πρωταπριλιά
Βεβαίως εννοήσατε αυτό που είχε γίνει...
Μέσα στην καραμέλα μου υπήρχε και κινίνη.
Κούλα Σιδηρά
Η μοίρα μας επεφύλασσε να γίνουμε και οι δύο ποιήτριες και να συναντηθούμε σε κάποια παρουσίαση βιβλίου. Εκείνη ήταν πλέον γνωστή. Την πλησίασα, της μίλησα για τα παλιά, την ενημέρωσα για την κοινή μας αγάπη, την αμερικανίδα ποιήτρια Emily Dickinson (μόλις είχα δημοσιεύσει ένα βιβλίο με μεταφράσεις της στις εκδόσεις Ερμείας) και της ζήτησα να μου το παρουσιάσει. Η αγάπη με την οποία παρουσίασε το βιβλίο μου στην Ελληνοαμερικανική Ένωση θα μου μείνει αξέχαστη.
Μου χάρισε τότε, θυμάμαι, το βιβλίο της Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας, την αφιέρωσή της είχε γράψει στην σελίδα 31 όπου ήταν τυπωμένο ένα ποίημά της για την Έμιλυ, την Έμιλυ Ντίκινσον. Το μότο ήταν: The soul selects her own society/then shuts the door. Η ψυχή επιλέγει τον δικό της σύντροφο/Μετά κλείνει την πόρτα.
Σ αυτό το ποίημα υπαινικτικά και χαμηλόφωνα περιγράφει το Άμερστ, την γενέτειρα της Έμιλυ Ντίκινσον και την ποίησή της που στεφανώνει το χαμηλό ουρανό του: Άμερστ/ο ουρανός χαμηλός/στρώνεται κενός γύρω απ’ την εκκλησία/η μυρωδιά του κρύου βγαίνει από τη γη/ οι στίχοι σου κρέμονται/ σαν κλάδοι από ψηλά.
Άγρια εγκατάλειψη στους στίχους ονομάζει η Ρουκ την αφοσίωση της Ντίκινσον στην ποίηση. Άγρια, γιατί στερημένη από τον έρωτα: με το κεφάλι του έρωτα κομμένο ρίχνεται ολότελα και με μανία στην ποίηση εκφράζοντας σ’ αυτήν τ’ απωθημένα πάθη της.
Σ’ αυτό το ποίημα συγκεντρώνει όλη την ήσυχη ζωή της Ντίκινσον.. Ανέραστη και σχεδόν έγκλειστη την αποκαλεί η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, που η ίδια αν και ανάπηρη γνώρισε πολύ καλά τον έρωτα, ακόμα και τον γάμο και έζησε μια φυσιολογική και ενδιαφέρουσα ζωή ξεπερνώντας τις όποιες αδυναμίες της, που εκφράζει υπέροχα στην ποίησή της.
Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας έχει υποκειμενικά στοιχεία όμως δεν παύει να έχει και στοιχεία που αφορούν όλους μας. Η φυσική της ιδιοσυστασία προκαλεί την πεισιθάνατη ψυχοσύνθεσή της.
Ο Θρίαμβος της σταθερής απώλειας αποτελείται από τρεις ενότητες: 1) Εντερα 2) και τα άλλα 3) αγγελικά ποιήματα.
Στην πρώτη ενότητα η ποιήτρια καταπιάνεται με μέλη του ιδιόμορφου σώματός της. Ο ρεαλισμός σε συνάφεια με την εξωπραγματική φαντασία της Ρουκ δίνουν μια απίθανη διάσταση στα εσωτερικά της όργανα.
Το στομάχι γίνεται η σακούλα του παλιού της έρωτα
Οι φλέβες τα χοντρά σχοινιά της ύπαρξής της
Το συκώτι το λαβωμένο σκούρο τριαντάφυλλο
Ο λαιμός η υψηλή τραγωδία
Τα έντερα, αυτά που διοχετεύουν τα πάθη και κάνουν αισθητή την κάθοδο της μεμψίμοιρης μέρας
Η καρδιά η αιμόφυρτη τραγουδίστρια της ζωής της μες απ’ τις λάσπες: όχι πως δε φοβάμαι/αλλ’ αν η νύχτα είναι καλοπροαίρετη/ανοίγουνε οι πόροι/μπαινοβγαίνω στο σώμα/ και τη βλέπω την καρδούλα μου/ένα σβόλο χώμα/ακουμπισμένο στο φως/ φως ασύγκριτο/φως συγκεκριμένο σαν το νερό/να χαμογελάει στο νεκρό/που εκείνη γνώρισε/καιρό πριν από μένα.
Τα πόδια που την πάνε ακόμη στον τόπο της ψυχής της.
Μια αμυδρή νότα αισιοδοξίας: Ελπίδες μικρές/κάποιας οριστικής μετακίνησης, αλλά σύντομα επανέρχεται: φουσκωτές κουταλιές/από κρέας και νύχι/τα μικρά ακανόνιστα/πόδια μου.
Αβίαστη η ποίησή της ολοκληρώνει το πρώτο μέρος με τα μάτια και το κεφάλι όπου αναστρέφεται επιτήδεια η αλήθεια και μεταλλάσσεται σε διαμαρτυρία: Γερνώντας τα μάτια/ξεχνιούνται σ’ ένα σύννεφο/σ’ ένα κομμάτι νερό/ π’ αστραποβολάει/και τα πάει/περ’ απ’’ την ομορφιά των τοπίων/και τις καφετιές πεδιάδες, και στο κεφάλι προβάλλουν έξαφνα τρεις στίχοι αισιόδοξοι που αναιρούν την τραγικότητα του ποιήματος: η κεφαλή μου/είναι ξανά αυτό το παράξενο φρούτο/που ονειρεύεται...
«Αυτό το ποίημα γράφει αυτό το ποίημα» Έτσι ξεκινά το δεύτερο μέρος «Και τα άλλα», σαν συνέχεια δηλαδή του πρώτου μέρους. Επανέρχεται δηλαδή στα όργανα του σώματος και στο ποίημα «Η εμπειρία της έμπνευσης» ξεκινά με τον αφαλό που τον χαρακτηρίζει: ένα σιωπηλό πνευστό/όργανο θείο/για να μαντεύεις τα πράγματα/στο ρίγος και τελειώνει: αφομοιώνεται η αρρώστια/τα χίλια λάθη κι οι αναπηρίες/ανθίζουν στο λευκό τετράγωνο/παρτέρι του χαρτιού.
Σ’ αυτούς τους τελευταίους στίχους θριαμβεύει η σταθερή απώλεια. Ο αντιπροσωπευτικός τίτλος του βιβλίου, ο υποκειμενικός της φόρτος, η αναπηρία ξεσπάει και ανθίζει στο παρτέρι του λευκού χαρτιού αποκαλύπτοντάς μας αυτήν την έξοχη, μοναδική ποίηση : και οι ατέλειες της ζωής μας/άνθιζαν ζουμπούλια/στον μέσα κήπο, θα επαναλάβει σχεδόν στο ποίημα «Ο σκίουρος». Στο ίδιο ποίημα οι στίχοι που ακολουθούν, προϊδεάζουν την σχέση της με τους πεθαμένους: με τους νεκρούς φρόνιμα/να περιμένουν την άνοιξη...
«Αυτό το ποίημα γράφει αυτό το ποίημα» ξεκινά το μέρος «Και τα άλλα» και στο ποίημα «Για την ποίηση» που αφιερώνει στον Αντώνη Φωστιέρη θα συνεχίσει: η λέξη μόνο βγαίνει/ από τη λέξη και συνεχίζει με τα όργανά της, αυτή τη φορά με τα μάτια: τ’ ανάποδα άσπρα μάτια μου/ανθίζουν σαν βολβοί....
Ένα ερώτημα αναπάντητο θα εκφράσουν οι εξαίρετοι στίχοι από το ποίημα «Ντάβενπορτ όπου χρησιμοποιεί την ταινία Ο Χιτώνας για να εκφράσει τις αμφιβολίες της σχετικά με την σταύρωση και την ανάσταση: «ο Χιτώνας»/με την ψεύτικη πορφύρα/τα ψεύτικα μπουμπουνητά/ακόμη πιο αμφίβολη/του σταυρωμένου η νίκη/πιο αμφίβολος/του σταυρωτή ο ρόλος/πατιέται άραγε με θάνατο/ο θάνατος όλος;
Στο ξεχωριστό ποίημα «Εθνική επέτειος στη Νέα Υόρκη» περιφρονώντας ουρανοξύστες και μουσεία επικεντρώνεται σε καθημερινές, ασήμαντες λεπτομέρειες: Κοιτάχτε τη γαζία/τη φρέσκια ματιά του ψαριού/την άσπρη κορδέλα της μαθήτριας! και παρακάτω ενώ κάποιος δολοφονείται αυτή ανακαλεί την οσμή των ψημένων κάστανων στην Αθήνα: κάποιος τρέχει στην 5η λεωφόρο/κάποιος έχασε τη ζωή του επ’ αυτοφώρω/και μυρίζουν μυρίζουν/τα ψημένα κάστανα/σα στην Αθήνα.
«Πόσο βασανιζόμαστε όσο να πεθάνουμε» είναι ο μακροσκελής τίτλος του υπέροχου ποιήματος. Ο Μπετόβεν χαρίζοντάς μας τον «Ύμνο στην χαρά», έμεινε αθάνατος: Πόσο βασανιζόμαστε όσο να πεθάνουμε/και μόνον ο Μπετόβεν/έχει περάσει απέναντι/ εκεί που όλα τα ουράνια θέματα/ πού ‘χαν σταθεί για λίγο/στην καρδιά του/ χύνονται στο Τραγούδι της Χαράς...Με την ιδιοφυία του Μπετόβεν ξεκινά και τελειώνει μ’ ένα γέρο που ψάχνει κάπου για να κατουρήσει. Κι οι δύο βούλιαξαν σ’ ένα άηχο κενό, την ζωή: Ένας γέροντας τρικλίζοντας/ψάχνει σκιερή γωνιά να κατουρήσει....Έτσι χάρισμα μου δόθηκε ένα δείγμα θανάτου/και είδα μέσα μου βαθιά/πώς η λαύρα γίνεται παγωνιά/και πώς οι αντιρρήσεις πού χουμε για τη ζωή/ βουλιάζουν σ’ ένα άηχο κενό/ που μυρίζει θειάφι.
Οι άγγελοι είναι οι πόρνες τ’ουρανού θα ξεκινήσει το δεύτερο ποίημά της στην τρίτη ενότητα τα «Αγγελικά ποιήματα» και τα φτερά μαρτυρούν την απώλεια θα συνεχίσει στο τρίτο ποίημα. Φτάνουν αυτοί οι λίγοι στίχοι για να συμπεράνει κάποιος τις απόψεις που έχει για τους αγγέλους η ποιήτρια.
Οι άγγελοι γι’ αυτήν είναι γήινοι αφού: Ο άγγελος/που θα γίνει λουλακής προς το βράδυ/θα τελειώσει το τσιγάρο του/και θα φύγει. Είναι επομένως και θνητοί: πειθήνια περιμένει να πεθάνει. Είναι παθιασμένοι, παραμεθόριοι, επιρρεπείς στις ανθρώπινες αδυναμίες: με την ωραία στύση τους/το άδειο να φρουρεί.
Τα Αγγελικά της Ποιήματα είναι κάθε άλλο παρά αγγελικά. Ψάχνω στο σπλάχνο του αγγέλου/την έδρα του Θεού θα μας εκμυστηρευθεί, αμέσως όμως θ’ αναιρέσει τους στίχους της: ανακαλύπτω τον ουρανό/Είναι θολωτός/ όπως τον ήξερα/μόνο που κλείνει μέσα του το τίποτα.
Και θα ολοκληρώσει την συλλογή με το ποίημα 10 που παραθέτω πιο κάτω, όπου εδραιώνει τις απόψεις της για τους αγγέλους:
Αν στερεωθεί το ον στη φύση
και πάψει να στριφογυρίζει.
αν συλλάβει τις αλλαγές σε ακινησία,
ο άγγελος θα σηκώσει το κάδρο ψηλά
κι η εικόνα θα χυθεί σα χαλί
και θα μας συνεπάρει.
Την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ ξέρω και θαυμάζω από τότε που ήταν δεκάχρονο κοριτσάκι. Να θυμηθώ το μέλλον μου μας λέει σ’ ένα στίχο της. Το μέλλον που της επεφύλασσε η ζωή ήταν να ξεπεράσει τον εαυτό της και να μας χαρίσει αλησμόνητες στιγμές με την θαυμάσια ποίησή της.