Χάρτης 38 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-38/afierwma/ghia-tin-katerina-aghghelaki-roik
Την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ως ποιήτρια, την ήξερα ήδη από τα χρόνια της χούντας. Προσωπικά την γνώρισα το 1990 όταν γιορτάσαμε το πρώτο γενέθλιο έτος της Γραφής, του λογοτεχνικού περιοδικού της Λάρισας που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1989. Καλέσαμε, κατά κύριο λόγο, τους συνεργάτες του πρώτου έτους ζωής του περιοδικού. Ανταποκρίθηκαν πολλοί. Μεταξύ αυτών, ο Έκτωρ Κακναβάτος, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ακόμα κι ο μειλίχιος Γιώργος Παυλόπουλος από τον μακρινό Πύργο Ηλείας. Η Κατερίνα ήταν η πλέον εύχαρις, άνθρωπος της παρέας, μιλούσε με όλους και σκορπούσε το γέλιο της άφθονο ολόγυρα. Με είχε εντυπωσιάσει το κέφι της για ζωή. Και όταν αργότερα τα έλεγα αυτά στον σκηνογράφο φίλο μου Γιώργο Ζιάκα, εκείνος μου είπε: «Έτσι ήταν πάντα η Κατερίνα, και πιο ζωηρή και πιο κεφάτη ακόμα. Σε κάθε πάρτι, στην δεκαετία του εξήντα, η Κατερίνα ξεφάντωνε, ήταν η ψυχή της διασκέδασης».
Την ποίηση της Κατερίνας την γνώριζα αποσπασματικά. Θέλω να πω, από ποιήματα σε διάφορα περιοδικά και πιο στοχευμένα από το βιβλίο της Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας, που με συγκίνησε βαθιά. Σχημάτισα όμως πιο ολοκληρωμένη εικόνα όταν μου έστειλε τον Νοέμβριο του 1989 την επιλογή ποιημάτων της 1963-1988, υπό τον τίτλο Όταν το σώμα. Τότε κατάλαβα με πιο οριστικό τρόπο, αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί τον όρο οριστικό όταν αναφέρεται στην ποίηση, πως η ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ είναι κατεξοχήν ποίηση του σώματος, ποίηση ερωτική. Ακόμα και σήμερα θυμάμαι τον πρώτο στίχο από το πρώτο ποίημα (αφιερωμένο στον Νίκο Καζαντζάκη) της Επιλογής:
Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού.
Ένας στίχος που προαναγγέλλει την κύρια πηγή έμπνευσης της ποίησής της. Ο στίχος αυτός ανήκει στο ποίημα «Ημερολόγιο του Βύτου και της Αλιείης» της πρώτης της συλλογής Λύκοι και σύννεφα. Ο Βύτος ήταν σύζυγος της Θεάς του έρωτα και της γονιμότητας, της Αφροδίτης. Η χρήση του μυθολογικού αυτού στοιχείου προδίδει με σαφή τρόπο την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η ποίηση της Κ. Αγγελάκη-Ρουκ. Και για να μην έχουμε καμμία αμφιβολία γι’ αυτό, η ποιήτρια, στο ποίημα Το σώμα είναι η νίκη και η ήττα των ονείρων, μας ξεκαθαρίζει πως το σώμα δημιουργεί δικό του δίκαιο:
Το σώμα γεννάει το δίκιο του
και το υπερασπίζεται.
Και το υπερασπίζεται με κάθε πρόσφορο τρόπο, ακόμα και με θάνατο. Ο Έρωτας, το μόνο, έστω και πρόσκαιρο, οχυρό απέναντι στο θάνατο παραμένει σταθερή πηγή έμπνευσης για όλους ποιητές. Η Κ. Αγγελάκη-Ρουκ, φύσει ερωτικός άνθρωπος δεν έχανε ποτέ την αισιοδοξία της, μεγάλωνε αλλά δεν γερνούσε, ζούσε την καθημερινότητα με την απλότητα κάθε εφήμερου όντος. Πίστευε στην αξία και την πραγμάτωση της στιγμής, δεν μετέθετε την «ευτυχία» σε πλέον ευοίωνους καιρούς. Σε πλήρη επίγνωση του «τι εστί» το επίγειο ταξίδι, γράφει:
Κάτι θαμπό με γέννησε
κι ας μου ΄παν πως γεννήθηκα στον ήλιο
Μικρή στο πάθος και στη θλίψη
πηγαίνω προς κάτι ανάλαφρο
που θα ΄ταν η ζωή
[...]
κι ό,τι είναι να ΄ρθει
δυσανάλογο μοιάζει
στο τόσο τέλος…
(Στον τόπο αυτό νύχτα και ξημερώματα, VII)
Κάθε ποιητή, κάθε δημιουργό τον ορίζει το φως και το σκότος, «Σκοτάδι και φως με ορίζουν. / Με την ίδια δύναμη και τα δύο». Ο ποιητής μπαινοβγαίνει με την άνεση του οικοδεσπότη και στα δύο. Είναι, το φως και το σκοτάδι, ο οικείος χώρος του, εκεί όπου ζυμώνεται,
…όλη αυτή η βλάστηση
που υμνολογώ
όπως γράφει η ποιήτρια στο ποίημα «Σημειώσεις απ’ το βιβλίο του πατερα».
δεν έχω μιμητές για το σκοτάδι.
[...]
Πώς ορφανεύω έτσι στο σκοτάδι
(Διογένης)
και στο ποίημα «Δεύτερη μέρα», από την σύνθεση «Ημερολόγιο του Βύτου και της Αλιείης»,
Δεν υπάρχει σύνορο
ανάμεσα στο φως της μέρας και της νύχτας.
Η Αγγελάκη-Ρουκ αντιμετώπισε την ατυχία-αναπηρία της με στωικότητα και συχνά αποτέλεσε πηγή έμπνευσης. «Μπορεί να μη γινόμουν ποτέ ποιήτρια. Το ποίημα, βλέπετε, πρέπει να έχει κάποια πληγή για να ακουμπήσει, ψυχική ή σωματική... Έτρεχα, χόρευα κολυμπούσα, η αναπηρία είχε γίνει αυτονόητο μέρος της ζωής μου», δήλωνε η ίδια. Ιδού η ομολογία της:
«Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου ‘χει απομείνει μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
(Η ευλογία της έλλειψης)
Πάντα πίστευα πως ο ποιητής παραφυλάει τη ζωή με την ελπίδα να εισχωρήσει στα άδυτά της και να την αποκρυπτογραφήσει. Η Αγγελάκη-Ρουκ το διατυπώνει σαφέστερα και υποστηρίζει πως πάντα βγαίνουμε ηττημένοι στην αναμέτρησή μας μαζί της.
Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
(Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα)
Και καθώς αναφερόμαστε στη σχέση ποιητή-ζωής (στο ποιητικό γίγνεσθαι), αναθυμάμαι μια ωραία εικόνα από το ποίημα «Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό», μία έξοχη λυρική στιγμή που ορίζει την ομορφιά και την λειτουργία της ποίησης:
Περνώ τη ζωή μου
από την κεφαλή της ίδιας πάντα
σκουριασμένης βελόνας
και ράβω, ράβω τα πάθη μου.
Ο ποιητής, επί της ουσίας και πέραν της αισθητικής κατάκτησης-απόλαυσης, τι κάνει; Προσπαθεί, αγωνίζεται να νοηματοδοτήσει τη συνθήκη που αποκαλούμε ζωή. Βέβαια άλλο νόημα γυρεύει στη νιότη του όταν νιώθει περίπου μικρός θεός και προς άλλο νόημα προσανατολίζεται όταν φτάσει στην ώριμη ηλικία και εκείθεν. Και κατά την προσπάθεια αυτή αναγκαστικά και πρωτίστως αγωνίζεται ο ποιητής να τακτοποιήσει το μέσα του χάος. Πολλές φορές σκέφτομαι: Αγαπούν οι ποιητές το χάος; Αποτελεί σημείο εκκίνησης για τη δημιουργία; Είναι ένας τόπος ανεξερεύνητος και η οδοιπορία εντός του μια μαγευτική πρόκληση; Όπως και να ’χει, είναι μια δημιουργική περιπέτεια που παλεύει να γνωρίσει τον εαυτό:
Μες στη νύχτα
ακούω την καρδιά μου
κι είναι ο χτύπος της
η μελωδία ερωτευμένου μουσικού
π’ αγάπησε το χάος.
(Η καρδούλα μου τη νύχτα)
Άλλωστε, από την πρώτη της νιότη, απ’ την πρώτη της συλλογή, η Κ. Αγγελάκη-Ρουκ επιχειρεί ν’ αποκρυπτογραφήσει τις αδιαφανείς πλευρές του κόσμου, μα κυρίως τις αθέατες και ενίοτε καλά κρυμμένες πλευρές του δαιδαλώδους εαυτού. Με παράπλευρο κέρδος τη γνωριμία της με το δικό της χάος. Κι ο έρωτας – όσο πιο ακραίος και παθιασμένος, τόσο πιο αποτελεσματικός – και ο θάνατος (ως μελέτη) στο ίδιο πράγμα καταλήγουν, την αυτογνωσία. Συχνότερα, επώδυνη μα και λυτρωτική. Ιδού ένα θαυμάσιο ποίημα, προϊόν μιας τυχαίας συνάντησης μ’ έναν επικείμενο θάνατο:
Έτσι χάρισμα μου δόθηκε
ένα δείγμα θανάτου
και είδα μέσα μου βαθιά
πως η λάβρα γίνεται παγωνιά
και πως οι αντιρρήσεις που ‘χουμε
για τη ζωή
βουλιάζουν σ’ ένα άηχο κενό
που μυρίζει θειάφι.
(Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας)
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, αν και πολύ νέα, «εισέβαλε» στην ποίηση με δυναμικό και εντυπωσιακό τρόπο, καθώς η ποίησή της απ’ την πρώτη της ώρα ήταν μεστή, με μια απρόσμενη ωριμότητα, υψιπετής, που «δήλωνε» με τον πιο σαφή τρόπο πως ήρθε για να προσφέρει τους πλούσιους χυμούς της σε μια εποχή μίζερη, μικρόψυχη, φορτωμένη όλες τις αμαρτίες και τα πάθη της πρόσφατης –τότε– εμφύλιας σύρραξης. Κι ενώ εμφανίστηκε σε μια τέτοια δυστοπική εποχή, η ποίησή της θέλει ν’ αφήσει πίσω της τα συντρίμμια του πρόσφατου παρελθόντος και «ανασαίνει» ήδη τον αέρα του μέλλοντος. Παρά την «ατυχία» της με την υγεία, παραμένει αισιόδοξη, γήινη, έτοιμη να ρουφήξει τη ζωή έως εκεί που της δίνεται ή της χαρίζεται. Κοινωνική στο έπακρο, διαφυλάσσει την πολύτιμη μοναξιά όπου κουρνιάζει τις ώρες της δημιουργίας. Το χαμόγελό της και η αισιοδοξία της απλώνονται και αγκαλιάζουν την καθημερινότητά της, διαποτίζουν και μπολιάζουν όμως την εγρηγορούσα ποίησή της. Για την ποιήτρια, η ποίηση δεν έχει παρηγορητική αποστολή, παρά μόνο μας βοηθάει να αποδεχτούμε και τα άσχημα της ζωής και να μάθουμε να ζούμε με τα τραύματά μας. Κι όσο κι αν «τα ποιήματα δεν μπορούν πια να ΄ναι ωραία», ο ποιητής δεν έχει τη δυνατότητα να εγκαταλείψει την ποίηση, καθώς:
Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ’ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
[...]
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.
(Ποιητικό υστερόγραφο)
Και υπηρέτησε την ποίηση στην κάθε μέρα της ζωής της, ως το τέλος της ζωής της, αφού η ίδια δήλωνε πως «είμαι ποιήτρια κάθε μέρα».