Χάρτης 38 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-38/afierwma/sa-fos-poi-rikhnei-ghyro-toi-skotadi
Συχνά λέγεται ότι η ποίηση είναι πηγή φωτός, πως είναι φως. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ «είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι»[1] και γι αυτό υποσκάπτει το φως μέσα από την ίδια την πηγή του. «Το σκοτάδι τρώει σιγά σιγά το φως, όπως το σκουλήκι τον καρπό: από μέσα» (Μούχρωμα, Ενάντιος έρωτας, 1982) σημειώνει χαρακτηριστικά. Μια θέση που μοιάζει να αντιβαίνει το βιβλικό «καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν»[2] του συγγραφέα του «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος». Αλλά ποιό είναι το φως που «αντιμάχεται» η Ρουκ; Ποιό είναι το φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι;
Η ποιητική ματιά της Ρουκ «ἐκ φανοτέρου βίου ἥκουσα ὑπὸ ἀηθείας ἐσκότωται».[3] Μοιάζει το καθαρό βλέμμα της ποιητικής της ψυχής, μαθημένο στο φως, να μην συνηθίζει εύκολα τα του βίου. Όσα εμείς οι άλλοι θεωρούμε φωτεινά, είναι για κείνη σκοτάδι. Το ποιητικό υποκείμενο της Ρουκ τα βλέπει και «δυσανασχετεῖ καὶ πᾶν τὸ ἀφεγγὲς ἐξαιρεῖ καὶ ταράττεται πρὸς τὰ σκοτεινά».[4] Γι αυτό μπαίνει στην ποίηση, για να συνηθίσει τα δικά της σκοτάδια.
Η ποίηση αποτελεί για τη Ρουκ το φάρμακο στην απουσία «προοπτικής ενός πραγματικού μέλλοντος»,[5] όπως άλλωστε και η ίδια σημειώνει στο Ποιητικό της Υστερόγραφο (Η ανορεξία της ύπαρξης, 2011):
γιατί μόνο αυτή με κάνει να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.
Το μέλλον αλλού είναι μια έρημος (Κάηκε «ολοσχερώς» το Εγώ, ό.π.):
την κατάξερη πεδιάδα του μέλλοντός σου
και όπως η ίδια η ποιήτρια αναρωτιέται (Υπαρξιακές ερωταποκρίσεις, ό.π.):
Πώς μπορεί να υπάρξει «είναι» χωρίς μέλλον;
Όπως η ίδια δηλώνει: «Στο τέλος συγκεκριμένου μα άγνωστου αριθμού χρόνων θα ᾽χω λησμονήσει όλα τούτα μου τα γυμνάσματα στο χάος» («Η Σκαλίτσα», Ενάντιος Έρωτας, 1982). Είναι ορατό για την ποιήτρια το πεπερασμένο του μέλλοντος μέσα σε ένα σώμα που παρομοιάζει με μια «σαθρή σκαλίτσα που κάποιος ξέχασε ακουμπισμένη στον τοίχο του κήπου» (ό.π.). Οραματίζεται να σταμάτα μέσα από τον έρωτα «η ακατάσχετη θνησιμότητα του χρόνου» («Τα κουτά ποιήματα ΙΙ», Οι Μνηστήρες, 1984), όμως (Τα κουτά ποιήματα ΙΙΙ ό.π.):
και μόριο πια του μέλλοντος
να δοθώ ολόκληρη στο μαλακό
άπλετο τίποτα
που περιέχει το θάνατό μου
μα μένει άθιχτο στο τόσο μαύρο.
Το ποιητικό υποκείμενο της Ρουκ είναι, με άλλα λόγια, ο πόλος του γέροντα στο γιουνγκιανό δίπολο Puer/Senex με σαφείς επιδράσεις από τον Καβάφη. Στο ποίημά της «Εν τω μηνί Αθύρ» (Οι Μνηστήρες, 1984) –σχόλιο στίχο προς στίχο στο ομώνυμο ποίημα του Αλεξανδρινού ποιητή– σημειώνει:
Αυτό το πράγμα που έμεινα – πέτρα στο ποτάμι
του ανέκφραστου χρόνου – ένα εγώ γριά
με μάτια ξέθωρα σαν άσπρες κουβαρίστρες
Αφιερώνει δε ίσαμε δέκα αράδες στον σχολιασμό του τρίτου στίχου του παραπάνω ποιήματος του Καβάφη, όπου αναπαράγεται ο τίτλος του. Η Ρουκ είναι ένας laudator temporis acti ο οποίος περιγράφει με αναπόληση μια νεότητα που έχει παρέλθει (ό.π):
Είκοσι έξι μ’ ομορφιά. Δε θέλω να χαλάσει
η όψη μου αυτή. Η όποια διαφορά από χτες
με σφάζει στον καθρέφτη.
Η νεότητα για την Ρουκ αποτελεί μια πληγή σωματική και ψυχική («Άλλοι τόποι», Επίλογος Αέρας, 1990):
και ξαφνικά ακούγεται τ᾽ αηδόνι
διακριτικά να υπαινίσσεται το θάνατο.
Το αηδόνι του Keats αντηχεί στο ποίημα αυτό που είναι όλο εικόνες από επίπονες θεραπείες του νεαρού σώματος σε ξένους τόπους:
[…]
Που Εσύ, Δρυάδα ελαφρόπτερη των δέντρων
Σε κάποια γλυκύλαλη πλοκή
Πράσινου της Οξυάς, κι αμέτρητων σκιών
με άνεση λαρυγγἰζεις για το καλοκαίρι[6]
Η νεότητά της, τόσο στιγματισμένη από τη σωματική πληγή, οδηγεί στη σύνδεση της αναγέννησης που φέρνει μια άνοιξη με την προσωπική φθορά. Απηχεί προηγούμενες ποιητικές γενιές πληγωμένες από την πανδημία και τον πόλεμο, τον Καρυωτάκη με τα αηδόνια του που σώπασαν πια:
Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.[7]
την άνοιξη της Πολυδούρη:
Λυπημένη
τη ματιά μας ρουφά
το ανοιξιάτικο απόγευμα
και χλωμαίνει.[8]
Άλλοτε θυμίζει ποιητικά ακούσματα πιο πρόσφατα, αλλά πιασμένα γερά στους πίσω καιρούς της αρρώστιας και του θανάτου:
Άοσμος κι όμως πιάνεται
όπως άνθος από τα ρουθούνια
Ο θάνατος. […][9]
Έρχεται φέτος κουρασμένη
η Άνοιξη
(να) κουβαλάει τόσα χρόνια
τα λουλούδια πάνω της[10]
Το φθαρτό σώμα της Ρουκ είναι ταυτόχρονα το μέσο για το ταξίδι της ψυχής στα εγκόσμια, όπως η ίδια ομολογεί στον πρώτο της κιόλας τυπωμένο στίχο («Ημερολόγιο του Βύτου», Λύκοι και σύννεφα, 1963):
Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού.
Το ίδιο το σώμα είναι, πέρα από μια ανοιχτή πληγή, το μέσο για την εμπειρία του έρωτα. Ο έρωτας στην Ρουκ έχει τη μορφή ενός για πάντα απολεσθέντος εραστή, ο οποίος κατοικεί στη μνήμη και κάθε τόσο επανέρχεται οραματικά σαν φάντασμα του παρελθόντος. Η «μνήμη-κάκτος» («Ερημικό», Ενάντιος Έρωτας, 1982) επαναφέρει τον εραστή, ένα «δαιμόνιο θάμπος» που κοιμάται δίπλα της («Ο ύπνος», ό.π.):
Σε αγγίζω
κι όπως η ανάσα σου δροσερή
χαϊδεύει τη σκέπη του ονείρου
ακόμα λίγο ήλιο παίρνω, λίγο νερό
πριν μες στο κώμα αρχίσει
ατέρμονη η επιστροφή
στις ρίζες του φθαρτού.
Την καβαφική ηδονική μέθη απηχεί εδώ η Ρουκ, σαν να σχολιάζει τον στίχο «μὲς στὸ μονῆρες σπίτι μου, μεθῶ ξανά»,[11] ή την πασίγνωστη προσταγή του ποιητή «Επέστρεφε» προς την αγαπημένη του αίσθηση, «όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται».[12] Η ανάμνηση του έρωτα αποτελεί τη μοναδική της συμφιλίωση με το σκοτάδι («Η όραση του Έρωτα», Η ανορεξία της ύπαρξης, 2011):
Τώρα, μες στον αόρατο νου μου
ξαναφέρνω όνειρα παλιά
μήπως και ξαναδώ
το φάντασμα του έρωτα.
Τις υπόλοιπες στιγμές η μνήμη την προδίδει και η μονοτονία της αναμονής επικρατεί στο τέλος («Κάτι τρέχει», Η ανορεξία της ύπαρξης, 2011):
Μα τι τρέχει, τι τρέχει
και τίποτα δεν προχωρεί;
συνομιλώντας με το καβαφικό «και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει»,[13] αλλά και το «τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει»,[14] καθώς σβήνει το τελευταίο της κερί.
Το σώμα, οριοθετώντας μας ως παρουσία στο παρόν και ως απουσία στο μέλλον, είναι το μέσο να αντιληφθούμε το σκοτάδι μέσω της πληγής και του πόνου, αλλά ο έρωτας βγάζει το φως της ψυχής στο προσκήνιο. Το νεανικό σώμα νιώθει και λάμπει στον έρωτα. Η μνήμη του έρωτα είναι το φάρμακο για το γέρικο σώμα και αυτή τη μνήμη μας παραδίδει μέσα από την ποίησή της η Ρουκ, χωρίς να υποδύεται τη σοφή «τώρα που το φως είδεν ο φύλαξ».[15]
———————
(Ο τίτλος της εργασίας αυτής είναι στίχος της Μ. Πολυδούρη, «Σ’ ένα νέο που αυτοκτόνησε», περ. Πνοή, Μάιος 1929, τχ. 7, σ. 3, Βιβλιοθήκη του ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)