Χάρτης 38 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-38/metafrash/tria-poiimata
Ο Philip Arthur Larkin (1922-1985) αν και ολιγογράφος, καθώς εξέδωσε μόλις τέσσερις ποιητικές συλλογές, θεωρείται ο δημοφιλέστερος Άγγλος ποιητής του Μεταπολέμου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στην Οξφόρδη και εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Πανεπιστήμιο του Hull. Τιμήθηκε με πολλά βραβεία και διετέλεσε poeta laureatus (ποιητής δαφνηφόρος του Βρετανικού Στέμματος). Εκτός από ποίηση, έγραψε μυθιστορήματα, δοκίμια και κείμενα για την τζαζ. Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του αποτελούν η παραδοσιακή φόρμα, ο υπαρξιακός προβληματισμός και η πεσιμιστική ενατένιση των ανθρωπίνων (μια απαισιοδοξία που άλλοτε δίνει την εντύπωση του πεισιθανάτιου αδιεξόδου, κι άλλοτε δείχνει να εξοβελίζεται μέσα από το χιούμορ και την ειρωνεία που διατρέχει το έργο).
Μεταφρασμένα στα ελληνικά, αρκετά ποιήματά του Λάρκιν έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ πρόσφατα επιχειρήθηκε η πρώτη συστηματική προσπάθεια μετάφρασης του έργου στη γλώσσα μας από τον Θοδωρή Ρακόπουλο (σε επιμέλεια Χάρη Βλαβιανού): Φίλιπ Λάρκιν, Όσο υπάρχει ακόμη καιρός, Πατάκης, 2020.
Η ΕΚΡΗΞΗ
Τη μέρα της έκρηξης, στην είσοδο του ορυχείου
έπεφταν σαν προειδοποίηση οι σκιές.
Δίπλα, λαγοκοιμόντουσαν στον ήλιο λόφοι από σκουριές.
Ανέβηκαν οι άντρες απ’ το μονοπάτι —
εργατικές αρβύλες, καπνοί από τσιγάρα και βρισιές.
Διαλύθηκε η σιωπή - η τελευταία απ’ όλες τις σιωπές.
Ο ένας άρχισε να κυνηγάει λαγούς. Τους έχασε.
Γύρισε φέρνοντας μια φωλιά με αυγά από κορυδαλλούς.
Τους τα ’δειξε, κι ύστερα τα ’κρυψε σε κάτι χόρτα στους αγρούς.
Λίγο μετά, περάσανε όλοι τους αξύριστοι και με τα ρούχα της δουλειάς,
με τα υποκοριστικά τους, γελαστοί —γιοι, πατεράδες κι αδερφοί—
απ’ τη μεγάλη πύλη, που τους περίμενε ανοιχτή.
Το απόγευμα ξεκίνησε η γη να τρέμει.
Οι αγελάδες έμειναν ακίνητες για μια στιγμή.
Κρύφτηκε ο ήλιος∙ ομίχλη έπεφτε πυκνή.
Τώρα πηγαίνουνε μπροστά μας οι νεκροί·
οδεύουν για ν’ αναπαυτούν στο σπίτι του Θεού.
Τα πρόσωπά τους θα τα ξαναδούμε από κοντά, κάπου αλλού –
έτσι ειπώθηκε, ξεκάθαρα, σαν σκαλισμένη επιγραφή πάνω σε παρεκκλήσι.
Κι άξαφνα κάθε γυναίκα, ακούγοντας αυτόν που είχε μιλήσει,
είδε τον άντρα της να βγαίνει απ’ την έκρηξη τεράστιος
σε σύγκριση με τη ζωή που είχε ζήσει:
λουσμένος στο χρυσάφι, σαν ήλιος λαμπερός,
να κατεβαίνει από ψηλά για να τη συναντήσει.
Ο ένας απ’ αυτούς, είχε στα χέρια του μία μικρή φωλιά
με τα αυγά ανέπαφα, χωρίς μισή ραγισματιά.
ΕΠΟΜΕΝΟ, ΠΑΡΑΚΑΛΩ
Πάντα οπαδοί του μέλλοντος και της ανυπομονησίας
διαλέγουμε τη λάθος τακτική της λάθος προσδοκίας.
Πάντοτε κάτι περιμένουμε να ’ρθει, κάθε καινούρια μέρα,
κι ως τότε, απ’ τον γκρεμό ατενίζουμε, μόνο μακριά και πέρα
την έλευση των υποσχέσεων που σαν αρμάδα μοιάζει—
στόλος μικρός κι αστραφτερός, κι αργά όσο πλησιάζει
σκεφτόμαστε: «γιατί καθυστερούν, και τόσο χρόνο σπαταλούν,
τίποτα δεν τις βιάζει;»
Κι όμως, σαν φτάνουν τελικά, μαζί κι η πίκρα φτάνει·
γιατί ενώ μπαίνουν πανηγυρικά όλες μες στο λιμάνι,
σαν τα καράβια τα γυαλιστερά τα στολισμένα
με τα σκοινιά τους τακτικά και μαζεμένα,
και με τ’ ακρόπρωρά τους σκαλιστά — στήθη γυμνά
που σαν αψίδες ανοίγονται στον δρόμο μας μπροστά,
ποτέ κανένα τους δεν αγκυροβολεί:
Μόλις αγγίζουνε το σήμερα, γίνονται χθες κι έχουν χαθεί.
Κι όμως, εμείς πιστεύουμε πως κάποιο τελικά θα ξεφορτώσει,
κι όλα τα ωραία, όλα αυτά που μας χρωστά η ζωή θα μας τα δώσει,
αφού προσμέναμε τόσο πολύ, με υπομονή και πάθος.
Κάνουμε, φυσικά, μεγάλο λάθος:
Μονάχα ένα πλοίο μας αναζητά, ένα με μαύρα κι άγνωστα πανιά,
που σέρνει πίσω του μία σιωπή θεόρατη, χωρίς πετούμενα πουλιά.
Καθώς περνά, ούτε ένα κύμα δεν σηκώνεται,
ούτε ένα κύμα δεν φτάνει στη στεριά.
ΑΣΘΕΝΟΦΟΡΑ
Θεόκλειστα, σαν άβατα ιερά, διασχίζουνε τις πόλεις
μέσα στον θόρυβο —έχει μεσημεριάσει μόλις—
και σ’ όσους τα κοιτούν δεν ρίχνουν ούτε βλέμμα.
Γκρίζα, γυαλιστερά, με τα εθνόσημά τους κόκκινα σαν αίμα,
στα πεζοδρόμια έρχονται και σταματούν—
όλους τους δρόμους κάποτε θα τους επισκεφθούν.
Και τότε τα παιδιά, σκόρπια στον δρόμο ή στα σκαλιά,
και οι γυναίκες που γυρίζουν απ’ τα μαγαζιά
περνώντας δίπλα απ’ τις μυρωδιές του μαγειρείου,
βλέπουν να ξεπροβάλει στιγμιαία απ’ την κουβέρτα του φορείου
ένα πρόσωπο χλωμό σαν το κερί
καθώς το κουβαλούν και το πετάνε μέσα σαν σακί·
νιώθουνε τότε εκείνο το κενό — την ύστατη απάντηση,
που κάθε πράξη μας παραμονεύει, κάθε μας συνάντηση -
κι άξαφνα ολόκληρο το βλέπουν μέσα σε μισό λεπτό·
απόλυτο, και διαρκές, και τόσο αληθινό.
Κι όπως κοιτούν τις κλειδωμένες πόρτες να αποχωρούν,
«κακόμοιρη ψυχή», λένε ψιθυριστά, και τη δική τους εννοούν.
Καθώς εκείνο το κενό διαχέεται μέσα στη νεκρική σιγή
φέρνει και μία αίσθηση απώλειας μαζί·
την αίσθηση πως μια ζωή κοντεύει πια να λήξει,
κι ό,τι τη συγκροτούσε στο πέρασμα των χρόνων
(αυτή η μοναδική, τυχαία μείξη
της οικογένειας και της συνήθειας και των κανόνων)
αρχίζει πια ν΄ αποσυντίθεται σιγά-σιγά.
Κι έτσι όπως κείτεται χωρίς αγάπη και παρηγοριά,
μόνη, κι απρόσιτη στην κλίνη,
κι όλη την κίνηση του δρόμου πίσω της αφήνει,
φέρνει ακόμα πιο κοντά αυτό που απομένει να συμβεί,
κι όλα όσα είμαστε τ’ απομακρύνει.