Χάρτης 37 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-37/afierwma/otan-den-leipoyn-oi-psittakoi-nikos-gkatsos-giwrgos-seferhs
Οι σχέσεις του Νίκου Γκάτσου με τα δύο Νομπέλ της λογοτεχνίας μας γέρνουν προς την πλευρά του Οδυσσέα Ελύτη. Και τούτο επειδή ο Ελύτης έχει καταγράψει με λεπτομέρειες τη φιλία και τη σχέση τους και, ως έναν βαθμό, έχουν και οι δύο συμπορευτεί στις ποιητικές αναζητήσεις τους. Παρά ταύτα, δεν είναι αμελητέα και η σχέση του Γκάτσου με τον Σεφέρη, τεκμηριωμένη με πολλές εγγραφές του ποιητή της «Κίχλης»
σε κάθε είδους κείμενά του. Αυτή τη σχέση θα προσπαθήσω να περιγράψω με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Οι υγειονομικές συνθήκες του τελευταίου καιρού με εμπόδισαν να συμβουλευτώ εγκαίρως το Αρχείο Σεφέρη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, για αναζήτηση τυχόν πρόσθετων τεκμηρίων. Το Αρχείο Γκάτσου απόκειται στο Πανεπιστήμιο του Harvard, και κατά τον συνοπτικό κατάλογο που έχει αναρτήσει το εν λόγω Πανεπιστήμιο τα μοναδικά στοιχεία που σώζονται στο Αρχείο είναι μερικά «annotated typescripts by George Seferis».
Σύμφωνα με όσα έχει γράψει ο Ελύτης, ο Γκάτσος πρέπει να έφτασε στην Αθήνα από την αρκαδική γενέτειρά του στα 1930, «τόσο ανεξήγητα πανέτοιμος […] στα δεκαοχτώ του από την Ασέα της Αρκαδίας. Με πλήρη εξάρτυση: με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ».[1] Η τυχαία συνάντησή τους, η γνωριμία και η φιλία τους βασίστηκαν στην κοινή επιθυμία να απομακρυνθούν από την κουρασμένη παραδοσιακή ποίηση του Μεσοπολέμου, έχοντας ήδη στραμμένο το ενδιαφέρον τους προς τον υπερρεαλισμό. Οι χαρακτηρισμοί που του αποδίδει ο Ελύτης σχετικά με λογοτεχνικές γνώσεις είναι υπερβολικοί· διατυπωμένοι δε εκ των υστέρων, περίπου μισόν αιώνα μετά τη γνωριμία τους, μπορεί να θεωρηθούν, όπως έχει παρατηρηθεί, αγιογραφικού τύπου.[2] Ο Ελύτης πάντως μάς έχει παραδώσει και ένα πορτρέτο του Γκάτσου της εποχής εκείνης, η ακρίβεια του οποίου θα επιβεβαιωθεί και αργότερα από άλλη πηγή, μαζί με πρόσθετες πληροφορίες ιδιωτικού χαρακτήρα, τις οποίες παραλείπω εδώ.[3] Γράφει ο Ελύτης: «…Εκεί που χάζευα έξω από τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων, μου έπεσε από τον ουρανό ένας απροσδόκητος ομοϊδεάτης […] Ήταν ο ποιητής Νίκος Γκάτσος. Δε μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή ποιος μας σύστησε· ούτε αν είχα ποτέ ακούσει το όνομά του. Ψηλός, λιγνός, μελαχρινός, με μάτια μεγάλα που έμελλαν, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, να κάψουν καρδιές, όμως πάντα λίγο ερεθισμένα σαν από μια μόνιμη αυπνία, έστεκε κει, καταμεσής στο πλήθος, ελαφρά σκυφτός από φυσικού του, κάτω από μια μακριά ριχτή μπεζ καμπαρντίνα με ανασηκωμένο τον γιακά, σφίγγοντας κάτω από τη μασχάλη του ένα μάτσο ξένα κινηματογραφικά περιοδικά, γαλλικά και αμερικάνικα».[4]
Το 1935, έτος πολλαπλώς κρίσιμο για τις τύχες της νεωτερικής ποίησής μας, άρχισε να εκδίδεται το περιοδικό Τα Νέα Γράμματα στο οποίο, με την αποφασιστική και κάπως αυθαίρετη παρέμβαση του Γ.Κ. Κατσίμπαλη, θα δημοσιεύσει τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς τα πρώτα ποιήματά του ο Ελύτης. Ο Γκάτσος είχε ήδη προηγηθεί, δημοσιεύοντας δικά του ποιήματα στη Νέα Εστία και στον Ρυθμό, κατά τη διετία 1931-32. Η γνωριμία του με τον Σεφέρη υποθέτω πως πρέπει να τοποθετηθεί κατά το διάστημα 1934-1936, επειδή ο ποιητής της Στροφής αναχώρησε τον Αύγουστο του 1931 για την Αγγλία προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία και δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν πως είχαν συναντηθεί έως τότε. Θα επιστρέψει στην Αθήνα μετά από περίπου τέσσερα χρόνια, τον Φεβρουάριο του 1934, και θα παραμείνει στην πρωτεύουσα έως τον Νοέμβριο του 1936, οπότε θα μετατεθεί στην Κορυτσά. Η συνάντηση και γνωριμία τους πρέπει να τοποθετηθεί, επομένως, σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, όπως επιβεβαιώνεται εμμέσως και από το ανεκδοτολογικό περιστατικό που καταγράφει ο Σεφέρης στις Μέρες Δ΄. Το περιστατικό ανατρέχει στο έτος 1936, όταν η ασφάλεια της δικτατορίας Μεταξά κάνοντας έλεγχο ένα βράδυ στον Γκάτσο, ανακαλύπτει στις τσέπες του, μαζί με άλλα ποιήματα, κι ένα χειρόγραφο ποίημα που του είχε στείλει ο Σεφέρης από την Κορυτσά. Πρόκειται για το «Με τον τρόπο του Γ.Σ.», που αρχίζει με τον εμβληματικό στίχο όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Ο Γκάτσος δήλωσε πως το πρόσωπο που είχε γράψει το ποίημα δεν ήταν ούτε επικίνδυνος ούτε αναρχικός, αλλά πρόξενος της Ελλάδας στην Αλβανία. Όταν οι αρμόδιοι της ασφάλειας διάβασαν το ποίημα, αποφάνθηκαν πως γι’ αυτό πάμε κατά διαβόλου, επειδή έχουμε προξένους που γράφουν τέτοια ποιήματα![5]
Διαθέτουμε, επιπλέον, σε γραπτό κείμενο του Γκάτσου, και μια άλλη σχετική μαρτυρία του. Όταν βραβεύτηκε ο Σεφέρης το 1947 με το «Έπαθλο Παλαμά», ο Γκάτσος έγραψε στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση για τη σημασία που είχε αυτή η απονομή για τη νεωτερική ποίηση και ειδικότερα για την αναγνώριση του ποιητή Σεφέρη. Αναθυμούμενος τα περασμένα χρόνια, σημειώνει μεταξύ άλλων: «Θυμάμαι, έναν καιρό που με τον Οδυσσέα Ελύτη κάναμε τα πρώτα μας βήματα στα εδάφη της μικρής λογοτεχνικής κοινωνίας του τόπου μας, με πόση γνώση ο Σεφέρης μάς μιλούσε ώρες ολόκληρες για τον Ρακίνα, τον Δάντη, τον Μπωντλαίρ, τον Βαλερύ, τον Ρεμπώ, τον Έλιοτ, τονίζοντάς μας παράλληλα με περισσή αγάπη και κατανόηση ότι δική μας μοναδική κληρονομιά και πνευματική μοίρα ήταν ο Αισχύλος, ο Ερωτόκριτος, τα δημοτικά τραγούδια, ο Μακρυγιάννης, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παλαμάς, ο Καβάφης».[6] Μια ακόμη συνεργασία του Γκάτσου στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση έχει τίτλο «Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη» και, κατά την άποψή μου, γράφτηκε ακολουθώντας τη γραμμή της ομιλίας Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη, που είχε πρόσφατα τότε δημοσιευτεί για πρώτη φορά σε ελληνικό έντυπο, στο περιοδικό Τετράδιο Πρώτο το 1945. Ένα επιπλέον δείγμα της προσοχής που έδειχνε ο Γκάτσος στα σεφερικά κείμενα.[7]
Η πρώτη φορά που συνάπτονται δημοσίως τα ονόματα του Νίκου Γκάτσου και του Γιώργου Σεφέρη εντοπίζεται, αν δεν κάνω λάθος, στο έτος 1932, με αφορμή τη δημοσίευση στη Νέα Εστία του σεφερικού ποιήματος «Μια νύχτα στην ακρογιαλιά», που θα ονομαστεί αργότερα «Παντούμ». Η δημοσίευση θα προκαλέσει μικρή συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων στις σελίδες του περιοδικού για το αν όντως πρόκειται για το πρώτο ποίημα της φόρμας παντούμ που εμφανίζεται στη νεοελληνική λογοτεχνία, όπως είχε γράψει το περιοδικό παρουσιάζοντας το «Μια νύχτα στην ακρογιαλιά». Ένας από τους επιστολογράφους που εκφράζει τις σχετικές απόψεις του είναι και ο Νίκος Γκάτσος· υποστηρίζει πως έχει προηγηθεί του Σεφέρη ο Κωστής Παλαμάς με το ποίημα «Η Λάμια» στη συλλογή Πολιτεία και Μοναξιά. Νομίζω πως παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον να συγκρατήσουμε το έτος 1932. Αν θεωρήσουμε τον Οδυσσέα Ελύτη ως αξιόπιστο μάρτυρα, τουλάχιστον όσον αφορά τις χρονολογίες, ο Γκάτσος πρέπει να ήταν τότε νέος άνδρας μόλις 20 ετών, που φαίνεται να έχει γνώσεις για όχι συνήθεις ποιητικές μορφές και που δείχνει πως τα λίγα δημοσιευμένα έως τότε ποιήματά του μαρτυρούν τις στιχουργικές ανησυχίες του. «…Φαίνεται να ασφυκτιά στα παραδεδομένα, μορφικά σχήματα και να αναζητά διεξόδους, πάντα στο πλαίσιο της παραδοσιακής ποίησης, αλλά σε μια αγωνιώδη αναζήτηση να υπερβεί τα σχήματα αυτά».[8]
Είναι απορίας άξιο γιατί δεν συνεργάστηκε με Τα Νέα Γράμματα ο Γκάτσος, ενώ παραχωρεί τις λιγοστές συνεργασίες του σε άλλα περιοδικά. Πάντως, πρέπει να είχε αφανή και ανώνυμη συμμετοχή στα Νέα Γράμματα, φιλικού ή συμβουλευτικού χαρακτήρα. Δείγμα αυτής της συμμετοχής του μας παρέχει το 1937 μια επιστολή του Καραντώνη προς τον ευρισκόμενο στην Κορυτσά Σεφέρη. Από την αλληλογραφία τους προκύπτει μια δυσαρέσκεια από πλευράς Σεφέρη για τον τρόπο που τυπώθηκε στο περιοδικό η δοκιμή του για τον Κάλβο. Φαίνεται πως τα τυπογραφικά δοκίμια πήγαν και ήρθαν μεταξύ Αθήνας και Κορυτσάς αρκετές φορές, κι ο Καραντώνης τού γράφει: «Πίστεψέ με ότι δε φταίω εγώ για την κακή ερμηνεία του χρησμοδοτικού σου σημειώματος. Αν το διάβαζα μονάχα εγώ, θα έλεγα πως έκαμα λάθος. Αλλά το μελετήσαμε επισταμένως με τον Πολιτάρχη και με τον Γκάτσο, και έγινε ό,τι έγινε».[9] Τα Νέα Γράμματα ανέστειλαν την έκδοσή τους το 1940 μ’ ένα ισχνό τελευταίο τεύχος, και θα επανέλθουν για σύντομο χρονικό διάστημα μετά την Κατοχή χωρίς συνέχεια. Η διακοπή της κυκλοφορίας του περιοδικού ήταν ασφαλώς απώλεια ενός σημαντικού βήματος επικοινωνίας και είχε προκαλέσει συζητήσεις, ενόψει μάλιστα και του επερχόμενου πολέμου. Ο Σεφέρης σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Έπειτα βγήκα λίγο με τον Ελύτη και τον Γκάτσο· το περιοδικό δε βγαίνει από το νου τους. Όμως το αποζητούν απροσδιόριστα, θολά· χωρίς να ξέρουν καλά-καλά τι μπορούν να του προσφέρουν και χωρίς να έχουν πάρει την απόφαση να μοχθήσουν (Μέρες Γ΄, 14 Φεβρουαρίου 1940, σσ. 168-169).
Ο Σεφέρης αναχώρησε το 1941, λόγω της εισβολής των Γερμανών στη χώρα μας, με την Ελληνική Κυβέρνηση προς Κρήτη και, αργότερα, προς Αίγυπτο και Νότιο Αφρική, με αποτέλεσμα να υπάρχει χάσμα επικοινωνίας με τους φίλους του στην Ελλάδα για τα χρόνια 1941-1944. Στο διάστημα αυτό επικοινωνεί αλληλογραφικώς μόνον με τους νέους φίλους που απέκτησε στην Αίγυπτο, τον Τίμο Μαλάνο και τον Νάνη Παναγιωτόπουλο. Θα συναντήσουμε και πάλι το όνομα του Γκάτσου κατά διαστήματα σε επιστολές που ανταλλάσσει ο Σεφέρης, μετά το «διάλειμμα» του πολέμου και της Κατοχής, με τον Νάνο Βαλαωρίτη που βρίσκεται στο Λονδίνο. Παραθέτω εδώ μερικές αποσπασματικές αναφορές: «Έλαβα από τον Γκάτσο μια κάρτα, όπου μούλεγε πως τούδωσες τη δική μου», γράφει ο Βαλαωρίτης προς τον Σεφέρη. Και με άλλη αφορμή τον ρωτά: «Για τον Γκάτσο τι γνώμη έχεις. Ξαναδιάβασα την Αμοργό», ενώ σε επιστολή της Μαρώς Σεφέρη προς Βαλαωρίτη υπάρχει και η ακόλουθη αναφορά: «Βλέπουμε συχνά τον Ελύτη, τον Γκάτσο και όλους». Ο Βαλαωρίτης θα εκφράσει και μια επιθυμία, την οποία δεν γνωρίζω αν πραγματοποίησε: «Θα μεταφράσω τώρα τον ’Ιππότη και τον Θάνατο’ του Γκάτσου με τη γυναίκα μου, που της άρεσε πολύ. Παρόλο που αυτός ο άθλιος δε μούχει γράψει παρά μια κάρτα δέκα γραμμές μέσα σε τρία χρόνια, τον αγαπώ πολύ και πολλά του οφείλω».[10] Η αλληλογραφία τους θα συνεχιστεί και μετά την αναχώρηση του Σεφέρη από Αθήνα για την Άγκυρα. Στις επιστολές του έτους 1948 διατυπώνονται και από τις δύο πλευρές αξιοπρόσεκτες αξιολογικές κρίσεις για τον Γκάτσο. Σημειώνει ο Σεφέρης: «Μου έγραφες για τον Γκάτσο. Δεν είναι τρεις λογοτέχνες της γενιάς του τόσο ικανοί. Δε δουλεύει. Είναι σα να σου καίγεται η καρδιά να τον βλέπεις να χάνεται μέσα στη νεύρωση της απραξίας». Και ο Βαλαωρίτης απαντά στον ίδιον τόνο: «Έχεις δίκιο για τον Γκάτσο. Είναι όμως άπιαστος. Είναι σαν εκείνους τους προικισμένους με ένα, μοναδικό δώρο, που όμως έχουν και όλες τις εχθρικές δυνάμεις μέσα τους που το μάχονται. Τον ξέρω καλά από χρόνια τώρα, που βλεπόμαστε κάθε μέρα. Είτανε μέρες που δεν προχωρούσε πέρα από ένα σημείο στην οδό Σταδίου. Και γύριζε πίσω και σ’ άφηνε, δίχως ποτέ να ξέρει κανείς τι τον εμπόδιζε».[11]
Η αναχώρηση του Σεφέρη για την Άγκυρα αναζωπυρώνει και την αλληλογραφία του με τον Γ.Κ. Κατσίμπαλη. Στα γράμματά τους, εκατέρωθεν, διατυπώνονται πληροφορίες και κρίσεις χωρίς περιορισμούς και χωρίς επιφυλάξεις, κυρίως από πλευράς Κατσίμπαλη ο οποίος πληροφορεί τον Σεφέρη: «Ο Γκάτσος έλαβε δεκασέλιδη επιστολή του Ελύτη, όπου αναμασάει τα ίδια και τα ίδια αλλά σα βρεμμένη γάτα τούτη τη φορά. Δεν αποκρίθηκε στο γράμμα μου αλλά το αναφέρει στον Γκάτσο παραπονούμενος ότι τον έβρισα και ότι τον θεωρώ τρελό για ζουρλομανδύα». Και αργότερα: «Διάβασες στο τεύχος αυτό [Νέας Εστίας] τις μεταφράσεις του Λόρκα από τον Ελύτη; Εμείς (ήγουν Καραντώνης, Γκάτσος κι εγώ) τις βρήκαμε χάλια». Και ο ποιητής ανακοινώνει από την πλευρά του: «Σ’ εφημερίδες είδαμε μ’ ευχαρίστηση πως πρόκειται να ανεβάσουν τη μετάφραση του Ματωμένου γάμου του Γκάτσου. Πες του κι από μέρους μου πως έχει, έχει ταλέντο, τι χαζολημεριάζεται έτσι;». Σε άλλο γράμμα του αποκαλεί τον Γκάτσο με τον τίτλο του εμβληματικού βιβλίου του: «Τι κάνει ο Αμοργός;». Επιπλέον προτείνει τον Γκάτσο ως μεταφραστή του Κολοσσού του Μαρουσιού του Χένρι Μίλερ: «Θά ’πρεπε να το κάνει ο Γκάτσος. Μόνο για τη χαρά που θα ’παιρνε ο Miller θ’ άξιζε τον κόπο».[12]
Όπως είχα σημειώσει και παλαιότερα, παρά την μάλλον ασήμαντη έως την έκδοση της Αμοργού προσωπική λογοτεχνική παραγωγή του, ο Γκάτσος έχει ήδη αποκτήσει ένα όνομα στους λογοτεχνικούς κύκλους, όνομα το οποίο θα λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, κυρίως από την ποιότητα των μεταφράσεων που εκπονεί: «…Ποικίλες μνήμες τρίτων για τα πνευματικά πρόσωπα και θέματα κατά τα χρόνια της Κατοχής, συναριθμούν τον Γκάτσο ανάμεσα σε πολύ γνωστά, ανερχόμενα τότε ονόματα του θεάτρου, της λογοτεχνίας και της μουσικής, και τον μνημονεύουν συχνά ως καθιερωμένον ισότιμο των υπολοίπων, χωρίς ουσιαστικά να έχει να επιδείξει ο ίδιος εκτεταμένο προσωπικό έργο».[13] Την εκτίμηση που τρέφει ο Σεφέρης για τις μεταφραστικές ικανότητες του Γκάτσου φαίνεται πως την συμμερίζονται και άλλοι. Παράδειγμα η περίπτωση του Ζήσιμου Λορεντζάτου ο οποίος γράφει στον ποιητή: «Τις προάλλες είδα στο θέατρο Αλίκης τους ‘‘Ματωμένους γάμους’’, και έφυγα πολύ ευχαριστημένος από την ελληνική μετάφραση του Γκάτσου, πρώτης τάξεως δουλειά». Και χρησιμοποιεί υπερθετικούς χαρακτηρισμούς λίγο αργότερα, γράφοντας και πάλι στον Σεφέρη: «Τούτο μόνον θέλω να ξέρεις, πως εχτός από το Σολωμό ή το Σικελιανό που διατύπωσαν και φώναξαν ο καθένας με τον τρόπο του, το κακό, μονάχα εσένα βλέπω σήμερα -και τον Ν. Γκάτσο- να κρατάς στα χέρια σου ένα όργανο ιερό, τη γλώσσα».[14] Η υψηλή εκτίμηση που έτρεφε ο Λορεντζάτος για τον Γκάτσο θα εκφραστεί και αργότερα, όταν το 2002 αφιερώνει Στη μνήμη του Νίκου Γκάτσου το δοκίμιό του για τον Κάλβο όπου, εκτός των άλλων, χαρακτηρίζει την Αμοργό «μαλαμοκαπνισμένο τεχνούργημα» και τον ποιητή της «Τάκη Πλούμα της γλώσσας μας».[15]
[ Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης, αρχίζει το ποίημα του Καβάφη «Ας φρόντιζαν».
«Αισθάνομαι ανέστιος και πένης», αρχίζει το ρεφρέν του ο Γκάτσος. ]
Μεγάλο μέρος των μεταφραστικών επιδόσεων του Γκάτσου κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια διοχετεύτηκε στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση και μάλιστα ανωνύμως, επειδή το περιοδικό εφάρμοζε την τακτική που ακολουθούσε την εποχή εκείνη το Times Literary Supplement. Από τις επιστολές Γ.Κ. Κατσίμπαλη προς Σεφέρη γνωρίζουμε σήμερα τρεις τουλάχιστον εκτενείς ανυπόγραφες μεταφράσεις του Γκάτσου: τις αγγλικές κριτικές που υποδέχτηκαν την έκδοση σεφερικών ποιημάτων στο Λονδίνο το 1948 (The King of Asine and Other Poems), το μελέτημα του Maurice Bowra «Ο Κωνσταντίνος Καβάφης και το ελληνικό παρελθόν» και το κείμενο της διάλεξης του Philip Sherrard «Η ποίηση του T.S. Eliot και του Γ. Σεφέρη − Μια αντίθεση». Ο Κατσίμπαλης παρέχει χαρακτηριστικές λεπτομέρειες για το πώς εκπονήθηκαν αυτές οι μεταφράσεις: «Βιβλίο Bowra έλαβα προ πολλού και προορίζω τη μελέτη του περί Καβάφη για το ερχόμενο τεύχος της Αγγλοελληνικής. Ο Γκάτσος παλεύει ένα μήνα τώρα να τη μεταφράσει, υποβάλλοντας καθημερινά παραίτηση αηδιασμένος από την καβαφομαστούρα». Και αλλού: «Αύριο το βράδυ (ή, μάλλον, σήμερα, γιατί είναι τέσσερεις το πρωί!) δίνεται η διάλεξη του Sherrard στο Ινστιτούτο ‘‘Η ποίηση του T.S. Eliot και του Γ. Σεφέρη – Μια αντίθεση’’. Είναι μισή ώρα που έφυγε από το σπίτι μου μαζί με τον Γκάτσο όπου τους είχα από τις εφτά το απόγευμα για να ελέγξουμε και να διορθώσουμε τα δοκίμια τής μετάφρασης που δημοσιεύεται στην Αγγλοελληνική». Και ένας αναπόφευκτος αυτοέπαινος: «Η μεταφραστική εργασία που έχει γίνει ώς σήμερα στην Αγγλοελληνική είναι σημαντική, θά ’λεγα μάλιστα μοναδική. Μόνο δυο μανιακοί, όπως ο Γκάτσος κι εγώ, θα μπορούσανε να δουλεύουνε έτσι μεταφράσεις − και μάλιστα ανυπόγραφες».[16] Δεν αποκλείω το ενδεχόμενο κάποιες από τις επίσης ανυπόγραφες μεταφράσεις στις σελίδες του περιοδικού Τετράδιο (όπου δημοσίευσε ο Γκάτσος το ποίημά του «Ο Ιππότης και ο Θάνατος») να έχουν γίνει και πάλι από τον Γκάτσο.
Ακόμη και αν δεν επικοινωνούν αλληλογραφικώς ή με άλλον τρόπο στα μεταπολεμικά χρόνια, ο Σεφέρης φαίνεται να ενδιαφέρεται κάθε τόσο για τον φίλο του. «Βλέπεις καθόλου Γκάτσο· πες του πως ξαναδιάβασα την Αμοργό», γράφει στον Κατσίμπαλη».[17] Παράλληλα, καταγράφει στο ημερολόγιό του συνάντηση με τον Γκάτσο, όπως και το ενδιαφέρον να πληροφορηθεί νέα του. Όταν βρίσκεται στην Κύπρο το 1954 παρακολουθεί θεατρική παράσταση στην οποία πρωταγωνιστεί μεταξύ άλλων και η Κύπρια ηθοποιός Στέλλα Κρανάη, την οποία χαρακτηρίζει «παρέα Γκάτσου και Ελύτη». Δεν παραλείπει να την ρωτήσει: «Τι κάνει ο Γκάτσος;» Κι εκείνη του απαντά: «Τον έχει φάει το ‘‘Piccadilly’’».[18] Λίγα χρόνια αργότερα, το 1961, ο Σεφέρης παρακολουθεί στο Λονδίνο ρεσιτάλ πιάνου της Ρίτας Μπουμπουλίδη στο Wingmore Hall και σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Όλα της καλά, αλλά της λείπουν αφάνταστα οι ψιττακοί πού ’λεγε ο Γκάτσος».[19] Κατά πληροφορία που παραθέτει η επιμελήτρια του τόμου Μέρες Η΄ Κατερίνα Κρίκου-Davis, προερχόμενη από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, η έκφραση σημαίνει «της λείπει η φλόγα, το μεράκι γι’ αυτό που κάνει». Την ίδια φράση θα χρησιμοποιήσει και η Μαρώ Σεφέρη όταν βρίσκεται στην Αθήνα το 1957 σε γράμμα προς τον σύζυγό της: «Αλλά χρειάζονται και οι ψιττακοί που λέει ο Γκάτσος».[20]
Η φιλική διάθεση, αλλά και η εμπιστοσύνη που δείχνει ο Σεφέρης προς τον Γκάτσο καταφαίνεται και από το γεγονός ότι σκέπτεται να μεταφράσουν από κοινού το έργο του T.S. Eliot Murder in the Cathedral: «Το βράδυ Γκάτσος· φάγαμε μαζί στου Αβέρωφ (το εστιατόριο) τώρα στην οδό Μητροπόλεως· γύρω, ολωσδιόλου άγνωστες φάτσες. Έχω βαρεθεί τις ταβέρνες. Γκάτσος μού κάνει εντύπωση· η αίσθηση της γλώσσας που έχει· αν εξαιρέσω τον Λορεντζάτο δε βλέπω άλλον έτσι στην Ελλάδα· μιλήσαμε για Ερωφίλη. Έπειτα για Ελύτη. Βρίσκει αποτυχία στη γλώσσα –ψεύτισμα στη σύλληψη: τι θα-αρέσει-αυτό-θα-κάνω. Σχεδιάσαμε να συνεργαστούμε για μετάφραση Murder in the Cathedral του Eliot – αυτός κείμενο εγώ τα χορικά». Ενθουσιασμένος με το σχέδιο, ο ποιητής σημειώνει μετά από δεκαπέντε ημέρες πως μετέφρασε τα υπόλοιπα πέντε χορικά του έργου -τα άλλα τρία είχε μεταφράσει και δημοσιεύσει το 1936. «Αν ο Γκάτσος δουλέψει θα μπορέσει να παιχτεί το έργο από το Εθνικό». Ακόμη και όταν φεύγει από την πρεσβεία του Λονδίνου και πηγαίνει να αποχαιρετήσει τον Eliot, δεν παραλείπει να γράψει: «Χτες στις 3.30΄ στου Έλιοτ – ζήτησα να τον ιδώ για τη σχεδιαζόμενη μετάφραση του Murder (μαζί με Ν. Γκάτσο: εγώ χορικά, αυτός διαλόγους). […] Του μίλησα για αρετές Γκάτσου – κι έπειτα για ορισμένες δυσκολίες».[21] Αμφιβάλλω αν κάποιος άλλος στη θέση του Σεφέρη θα έφτανε στο σημείο να εκθειάσει τις αρετές του Γκάτσου, όσο κι αν εμμέσως πρόβαλε ως επιτυχή και τη δική του επιλογή συνεργάτη. Παρά ταύτα, παραμένει για μένα ανεξήγητο γιατί δεν ευδοκίμησε αυτή η συνεργασία που θα αποτελούσε το επιστέγασμα της αμοιβαίας φιλίας και εκτίμησης μεταξύ των δύο ανδρών. Τη μετάφραση του δράματος του T.S. Eliot ολοκλήρωσε τελικώς μόνος του ο Σεφέρης, υπό τον τίτλο Φονικό στην Εκκλησιά, και το εξέδωσε το 1963.[22] Την ίδια χρονιά, μετά τη βράβευση με το Νομπελ Λογοτεχνίας, στο αφιέρωμα του περιοδικού Ο Ταχυδρόμος (2 Νοεμβρίου) ο Γκάτσος δημοσίευσε και αφιέρωσε στον ποιητή το ανέκδοτο ποίημά του «Τραγούδι του παλιού καιρού».
Οι δηλώσεις που έκανε προς τον Τύπο ο Γκάτσος όταν πέθανε ο Σεφέρης είναι από τα πιο συγκροτημένα και ουσιαστικά λόγια που γράφτηκαν εκείνες τις άβολες μέρες. Δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Το Βήμα στις 22 Σεπτεμβρίου 1971: «Σήμερα θρηνούμε το δάσκαλο και το φίλο που χάσαμε και κάθε κρίση για το έργο του, που μένει αναμφισβήτητη κληρονομιά των ελληνικών γραμμάτων, θα ήταν βεβιασμένη και άκαιρη. Έτσι, την ώρα τούτη του αποχαιρετισμού, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι πως ο Σεφέρης για τη δική μας τουλάχιστο γενιά στάθηκε ο μοναδικός συμπαραστάτης και οδηγός, ο άνθρωπος που πήρε τη νέα ελληνική ποίηση του καιρού του και, με την απλή, αλλά σοφή γλώσσα μιας παρωχημένης εποχής, κατόρθωσε, από περιορισμένη τοπική καλλιέργεια, να την αναπτύξει σε οικουμενικότερες περιοχές χωρίς ούτε στιγμή να την αποσπάσει από τις πατροπαράδοτες ρίζες της. Το παράδειγμά του, αν η λυρική ευαισθησία δεν απονεκρωθεί εντελώς μέσα στο σύγχρονο πανδαιμόνιο των καιρών, είναι το μόνο που πρέπει να εμπνέει τους νεότερους, δείχνοντάς τους τον αληθινό δρόμο της ελληνικής ποίησης, που είναι και δρόμος της ελληνικής αρετής».[23]
Νίκος Γκάτσος και Γιώργος Σεφέρης, δύο φίλοι, δυο δημιουργοί που με φλόγα και μεράκι καταπιάστηκαν με την ποιητική τέχνη· που δεν τους έλειπαν οι ψιττακοί, όπως θα μπορούσε να πει ο ποιητής της Αμοργού. Δυο φίλοι, επιπλέον, με απόλυτη εκτίμηση και σεβασμό ο ένας για τον άλλον αποτελούν παραδείγματα στον χώρο της λογοτεχνίας μας.
[ Δεκέμβριος 2021 ]
[1] Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, Ίκαρος 1992, σ. 297.
[2] Εμμανουέλα Κάντζια, «Με πλήρη εξάρτυση» από την Ασέα της Αρκαδίας, Ένας χαμένος ελέφαντας, Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Γκάτσου, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη 2015, σ. 71.
[3] Άλκη Ζέη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, Μεταίχμιο 2013, σ. 229: «Δεν ήτανε ωραίος, ήτανε όμορφος. Πολύ ψηλός, μάτια σχιστά, αριστοκρατικά χέρια. Κατάμαυρα μαλλιά. Έμοιαζε με ισπανό ευγενή».
[4] Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος 1987, σσ. 365-366.
[5] Γ.Σεφέρης, Μέρες Δ ΄, Ίκαρος 1977, σ. 146.
[6] Νίκος Γκάτσος, Η σημασία του «Επάθλου Παλαμά», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 3/2 (Ιούνιος 1947), σ. 59.
[7] Νίκος Γκάτσος, Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 1/10 (Δεκ. 1945), σσ. 18-19.
[8] Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Ο Γκάτσος πριν από τον Γκάτσο», Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Γκάτσου, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη 2015, σ. 137.
[9] Γιώργος Σεφέρης & Αντρέας Καραντώνης, Αλληλογραφία 1931-1960, Φιλολογική επιμέλεια Φώτης Δημητρακόπουλος, εκδ. Καστανιώτη 1988, σ. 125. Πολιτάρχης ήταν ο τυπογράφος στον οποίον ανέθετε ο Σεργιάδης τη στοιχειοθεσία του περιοδικού.
[10] Νάνος Βαλαωρίτης – Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία (1945-1968) και Τριάντα επιστολές του Ν. Βαλαωρίτη στον Γ.Κ. Κατσίμπαλη (1947-1950), Εισαγωγή Avi Sharon, Φιλολογική επιμέλεια Λίλα Θεοδόση, σσ. 37, 41, 50, 170 αντιστοίχως.
[11] Βαλαωρίτης-Σεφέρης, ό.π.,
σ. 70.
[12] Γ.Κ. Κατσίμπαλης & Γ. Σεφέρης, «Αγαπητέ μου Γιώργο», Αλληλογραφία (1924-1970), δεύτερος τόμος (1946-1970), Επιμέλεια επιστολών-Σχόλια Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Ίκαρος 2009, σσ. 249 και 120, αντιστοίχως.
[13] Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Ο Γκάτσος πριν από τον Γκάτσο», Ένας χαμένος ελέφαντας, Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Γκάτσου, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Μουσείο Μπενάκη 2015, σ.138.
[14] Γράμματα Σεφέρη – Λορεντζάτου (1948-1968), Επιμελήθηκε Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος 1990, σσ. 28 και 154, αντιστοίχως.
[15] Ζήσιμος Λορεντζάτος, Δοκίμιο ΙΙ (Κάλβος), Δόμος 2002, σσ. [7] και 47.
[16] «Αγαπητέ μου Γιώργο», ό.π., σσ. 128, 220 και 276 αντιστοίχως. Το μελέτημα του Bowra κυκλοφόρησε και αυτοτελώς το 2006, εκδ. Γαβριηλίδης, με επιμέλεια Αλέξη Ζήρα.
[17] Ό.π., σ. 373.
[18] Μέρες Στ΄, σ. 186 και 144, αντιστοίχως.
[19] Μέρες, Η΄, σ. 143.
[20] Μαρώ και Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία Β΄, (1945-1959), Φιλολογική επιμέλεια Μαρία Στασινοπούλου, Ίκαρος 2005, σ. 365.
[21] Μέρες Η ΄, σ. 195, 198 και 212-213, αντιστοίχως. Στον τόμο αναπαράγονται και οι οικείες σελίδες από τη σεφερική δοκιμή «Θ.Σ. Ε. Σελίδες από ένα ημερολόγιο», που καταγράφουν τη συνάντηση με τον Eliot και είχαν δημοσιευτεί πρώτη φορά στις Δοκιμές
Β΄, σσ. 213-216.
[22] Η σεφερική μετάφραση έχει παρασταθεί στο θέατρο δύο φορές, όσο γνωρίζω: τον Αύγουστο του 1967 από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού και τον Ιούνιο του 1982, και πάλι στο Ηρώδειο, από τον Δημήτρη Μυράτ.
[23] Η δήλωση Γκάτσου, όπως και όλη η σχετική ειδησεογραφία για τον θάνατο του Σεφέρη, έχει περιληφθεί στα δύο τομίδια Στήλη 20-9-1971, Ο θάνατος του Γιώργου Σεφέρη στον ελληνικό τύπο, α΄, Δέκα ημέρες και β΄, Έξι μήνες, Ερμής 1972. [Η δήλωση Γκάτσου στο α΄, σ. 47].