Χάρτης 37 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-37/poiisi-kai-pezografia/tria-keimena
Από τα έγκατα αναδύθηκε ο θάνατος· ο θάνατος έρχεται πάντα από τα έγκατα: το όνομά του είναι Τιμανφάγια.
Κατάματα τον κοίταξε ο Δον Αντρές Λορένσο Κουρμπέλο, ο καθολικός ιερέας της πολίχνης Γιάιζα. Σπαράγματα του χαμένου πλέον χειρόγραφου υπομνήματός του διέσωσε ο γεωλόγος Λέοπολντ φον Μπουχ, που μετέφερε την αφήγηση σε μια διάλεξη του στην Πρωσική Ακαδημία Επιστημών το 1819:
«Στις 1 Σεπτεμβρίου 1730 άνοιξε η γη. Ένα τεράστιο βουνό υψώθηκε και φλόγες ξεπήδησαν από την κορυφή. Μετά από δέκα μέρες, η λάβα άρχισε να κυλάει στη θάλασσα σαν ένα πύρινο ποτάμι. Αμέτρητα ψάρια άρχισαν να επιπλέουν νεκρά. Δυο μήνες μετά, τα βόδια έπεσαν νεκρά απ’ τις αναθυμιάσεις. Γύρω στον τρίτο μήνα, η λάβα είχε καλύψει ήδη όλα τα γειτονικά χωριά και αφανίσει τη γόνιμη πεδιάδα».
Σήμερα που το τουριστικό λεωφορείο διασχίζει αυτή την έρημη γη, ένας ιερέας ίσως να έμπαινε στον πειρασμό να διερωτηθεί: «Υπάρχεις Κύριε; Μπορεί παντού αλλού, μα όχι εδώ. Μπορεί εδώ, μα πουθενά αλλού». Εγώ πάλι αναλογίζομαι ότι αρχή και τέλος έχουν ίδια όψη. Κι ένα παιδί ρωτάει φωναχτά: «Όλο αυτό το έκανε η φωτιά;» – κι αρνείται να ξανακοιτάξει έξω από το παράθυρο.
Κι όμως εδώ, στου Λανσαρότε την ολόμαυρη ράχη, όπου ο θάνατος δούλευε μέρα-νύχτα έξι χρόνια, ο αέρας έφερε ζωή· η ζωή έρχεται πάντα από τον αέρα: πράσινες και πορτοκαλί συμβιωτικές λειχήνες, σβέλτες κατάμαυρες σαύρες, νυκτόβια νεκροφάγα έντομα, άκαρπες συκιές, σαν αυτή που φύτεψε ο ερημίτης Ιλάριο όταν έζησε εδώ με μοναδική του συντροφιά μια καμήλα.
Ας σημειωθεί ότι κανένα από τα παραπάνω αθόρυβα πλάσματα δεν είδε στην επίσκεψή του το μελλοντικό Νομπέλ των γαλλικών γραμμάτων.[1] Οι μεγάλοι λευκοί άνδρες τυφλώνονται συχνά κατά τις εξωτικές «διαμονές» τους.[2] Ακόμα και ο μικροσκοπικός αλμπίνος κάβουρας που ενδημεί στα σκοτεινά νερά αυτής της Μακαρίας νήσου γνωρίζει πιο πολλά σχετικά με τις αντιστάσεις της έμβιας ύλης απ’ ό,τι διάφοροι πεφωτισμένοι συγγραφείς.
Θα μπορούσαν τουλάχιστον να μιλήσουν με τους ντόπιους, που λέγεται ότι έχουν τρελαθεί από τους ισχυρούς ανέμους που σφυροκοπούν τα χίλια ηφαίστεια του νησιού. Από ζωύφια κι από τρελούς μαθαίνεις την αλήθεια.
Αλλά για να γυρίσουμε στο Τιμανφάγια, αν κάποιος από σας θελήσει να εντρυφήσει στην εξίσωση Deus sive Natura, του συνιστώ να σπεύσει στο κοντινότερο ταξιδιωτικό γραφείο.
Προσκυνητή, κράτα αυτό το εισιτήριο στη γλώσσα σου σαν να ήταν όστια.
Αγαπημένε μου Νταβίντ,
Θυμάμαι που σε έβλεπα να ανασυνθέτεις τη χαμένη σου ταυτότητα, μια προσωπική γκεμάτρια σ’ ένα χαρτί που κουβαλούσες παντού μαζί σου («more geometrico, σαν τον Σπινόζα», έλεγες), ενώ ετοιμαζόσουν για την προσεχή σου ανάβαση.
Ακόμα δεν κατάλαβα τι σε ώθησε στην έξοδο. Καλά δεν ήμασταν εδώ, κουρνιασμένοι στην κιβωτό της διασποράς;
Πες μου όμως: Βρήκες την υπεσχημένη γη; Αποβιβάστηκες στον τελικό σταθμό της περιπλάνησης; Έφτασες πριν ή μετά από τις τελευταίες επιθέσεις;
Όπως και να ‘χει, θα βρέθηκες, υποθέτω, σε κάποιο λόφο να παρατηρείς βομβαρδισμούς. Πώς σου φάνηκε το θέαμα; Λογάριασες πόσα τετραγωνικά μνήμης στοίχισε η στενότητα των λάγκερ; Και ποια λωρίδα γης, στενή κι αυτή, πληρώνει τα σπασμένα;
Ελπίζω μόνο να μην έπαθες ό,τι φοβόσουν περισσότερο: την μετάλλαξη από κορυφαίο θύμα σε χαμερπή διώκτη. Γιατί αν συνέβη αυτό, Νταβίντ, για πες μου, τι θα γίνει με την Ιστορία; Πώς θα ξαναβάλουμε μπροστά τον σταματημένο άγγελο;
Σαν να σε βλέπω πάλι: Χώνεις το χέρι σου βαθιά στην τσέπη και σφίγγεις το χαρτάκι με τα σεφιρώθ. Τσαλακωμένη γη στην τσέπη σου, Νταβίντ, πραγματική πέρα για πέρα όμως.
Περιμένω να επιστρέψεις για να συνεχίσουμε να σχεδιάζουμε νοητές πατρίδες. Η απαράμιλλη τεχνοτροπία σου σε τούτο τον τομέα ήταν αβάσταχτη απώλεια.
Σε χαιρετώ από τη γη των φαραώ,
Γ.
Να πας εκεί όπου τα κάτοπτρα δεν έχουν εξουσία. Εδώ όλα σωπαίνουν: η χώρα, οι γεννήτορες, το παρελθόν. Κανένα έρεισμα δεν βρίσκεις στο παρόν. Καμία γλώσσα των προγόνων δεν σε έλκει. Και όμως, την προφέρεις πάνω στα κομμένα νήματα. Περνάς βομβαρδισμένες γέφυρες, πηδάς σβησμένες φρυκτωρίες. Αναζητάς τα άσματα της ασυνέχειας. Αφού το μέλλον συνεχίζεται. Και διαρκεί πολύ. Ωραία δεν τα περνούσαμε στην εποχή των μύθων; Όταν μας κοίμιζε η Σεχραζάτ; Προς το παρόν, η λήθη είναι ο ωκεανός μας. Κι αυτός ο αιώνας που δεν λέει να τελειώσει. Ενώ τα πάντα έχουν ημερομηνία λήξης, ο αιώνας αντιστέκεται. Το καταλάβαμε: η αποκάλυψη θα εμφανιστεί στον πνεύμονα σαν άσθμα. Θα περιμένουμε το πλήρωμα του θρόνου. Θα περιμένουμε τον τελευταίο εμφύλιο. Θα περιμένουμε να στρατολογηθούμε στο αμήν του. Ως τότε, άσθμα, άγχος και άσματα αυτοσχέδια. Ως τότε, ποντοπόρα λυρικά ξεσπάσματα. Ως τότε, εσχατολογία στο διηνεκές· ώσπου να ξαναμπεί ο γερο-Χρόνος στους αρμούς του.