Χάρτης 76 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-76/afierwma/anazitisi-tis-oisias-afosiosi-ston-monternismo
Γνώρισα τον Μιχάλη Μήτρα το 1985. Εργαζόμασταν τότε στο κρατικό ραδιόφωνο και να θυμίσω ότι δεν υπήρχε επισήμως άλλο ραδιόφωνο εκείνα τα χρόνια. Αυτό έχει σημασία και για το πώς ο ίδιος εξελάμβανε τη δουλειά του σαν αποστολή, είχε δουλέψει στο Λονδίνο, στο BBC, και ήθελε να μεταφέρει στην Ελλάδα γνώσεις και ιδέες. Ας μην μας κακοφαίνεται η διατύπωση αυτή, εξάλλου είναι δική μου η περιγραφή, ο ίδιος δεν είχε πει ποτέ κάτι τέτοιο. Εκείνη την εποχή πάντως προσπαθούσαμε να κατεβάσουμε καινούργιες ιδέες για το ραδιόφωνο και ήταν φυσικό να είμαστε στραμμένοι προς εκείνους που θεωρούνταν οι καλύτεροι. Ήμασταν ως εργαζόμενοι «ελεύθεροι επαγγελματίες» επισήμως. Δηλαδή μας έκανε η ΕΡΤ συμβάσεις έργου, οι οποίες μάλιστα ήταν ημερήσιες. Δηλαδή, πληρωνόμασταν αξιοπρεπώς, αλλά με μεροκάματο που ήταν σύμβαση έργου. Αυτά έχουν σημασία ως προς το πώς βλέπαμε τη δουλειά μας, έπρεπε να την κατακτούμε καθημερινά.
Στο ραδιόφωνο λοιπόν γνώρισα από κοντά τον Μιχάλη, τον οποίο ήξερα ήδη από τα βιβλία του. Τα είχα ήδη αγοράσει και διαβάσει. Μου είχαν φανεί πολύ παράξενα, πρέπει να πω, και δεν διατείνομαι ότι τα είχα καταλάβει. Λέξεις κομμένες από τις φράσεις τους, φράσεις κομμένες από τις εικόνες τους. Νέες εικόνες και νέες φράσεις, που όμως δυσκολεύονται να σχηματιστούν. Στη ζωγραφική αυτό θα μπορούσε να εκφραστεί με πίνακες όπου κυριαρχεί το χρώμα και αφήνει τον θεατή να κάνει τους συνειρμούς τους. Στην ποίηση δεν υπάρχει καν χρώμα, μόνο υπαινιγμοί. Τόση γυμνότητα; Είχα αναρωτηθεί όταν τον είχα διαβάσει. Πρέπει τόσο να ξεμοναχιαστεί, να γυμνωθεί η λέξη; Μοντέρνοι καλλιτέχνες, σκέφτηκα, γιατί τέτοια μανία;
Αλλά βέβαια υπήρχε κάποιου είδους ακαταμάχητη γοητεία στο παιχνίδι αυτό. Κι έτσι, ενώ δεν είχα καταλάβει τίποτε από το Ασταθές πεδίο, είχα αγοράσει και την Τελευταία εικόνα του κόσμου, κι επίσης δεν ήμουν σίγουρη ότι καταλαβαίνω, αλλά συνέχισα με την Αστική τοπιογραφία που υποσχόταν ότι ήταν πεζογράφημα, όμως κι εκεί οι λέξεις ήταν ξανά ανυπότακτες, εκεί που νόμιζες ότι θα σε πηγαίναν κάπου, ότι μπορούσες να αφεθείς όπως αφήνεσαι σε ένα ταξίδι, πάλι σε εγκατέλειπαν καθ’ οδόν και βρισκόσουν να κοιτάζεις γύρω σου και να αναρωτιέσαι πού βρέθηκες ξαφνικά. Ήθελε άλλους ρυθμούς το διάβασμα, και άλλη διάθεση. Ήθελε σίγουρα χρόνο. Να κοιτάζεις και να σταματάς. Να ακούς και να στέκεσαι.
Αυτή η συστηματική αγορά των βιβλίων του Μιχάλη συνεχίστηκε ώσπου τον γνώρισα την εποχή που εργαστήκαμε και οι δυο στο ραδιόφωνο, και μετά. Ήμουν σε μια φάση της ζωής μου που αγόραζα γενικά πολλά βιβλία Ελλήνων συγγραφέων, μάλιστα νόμιζα ότι θα μπορούσα να το κάνω αυτό συνέχεια στη ζωή μου, να μη μου ξεφεύγει τίποτε. Πράγμα που δεν συνέβη βέβαια, όπως μπορείτε να φανταστείτε. Σε κάθε περίπτωση, συνέχισα με τα βιβλία του Μιχάλη, με κάτι σαν υποσυνείδητη σιγουριά ότι δεν πρέπει να αφήσω να μου ξεφύγουν αυτά τα παράξενα δείγματα μοντερνισμού που γράφονταν στην ελληνική γλώσσα. Κάτι υπήρχε εκεί, που έπρεπε να το καταλάβω.
Και τελικά το κατάλαβες; Θα μπορούσε κάποιος να ρωτήσει. Αν κατάλαβα κάτι, είναι σίγουρα η αγωνία και η αυστηρότητά του. Ένα είδος προσήλωσης στην προσπάθεια να φτάσει ως την άκρη της έρευνας του τι μπορεί κανείς να κάνει με τις λέξεις και τις φράσεις βάζοντας τις απέναντι του σαν αντικείμενα. Πώς μπορεί να φτιάξει κάτι ανατρέποντας όλα τα σχέδια που επινόησαν οι ποιητές σε όλους τους αιώνες που γράφεται η ποίηση, φτάνοντας στον πυρήνα του εργαλείου. Οι λέξεις γυμνές, δέθηκαν με κλωστές στα έργα του αργότερα. Γυμνές από φράσεις, ντύθηκαν με κάτι άλλο. Και το νόημα τους τι έγινε, το κράτησαν; Τις εικόνες τους τις έφτιαξαν;
Τον φαντάζομαι να σβήνει και να σβήνει λέξεις, φράσεις, παραγράφους στο χειρόγραφό του, να μένει με μια μόνο λέξη κάθε φορά, αυτή που ίσως φοβόταν περισσότερο, ή τη σεβόταν, ή τον υπνώτιζε, και να την κοιτάζει ψάχνοντας από κάπου να την πιάσει, να την αδειάσει, να την ξαναγεμίσει. Αυτή ήταν η αγωνία της μοντερνιστικής αναζήτησης, αυτό είχε κάνει ο Μπρεχτ με το συναίσθημα στο θέατρο, αυτό προσπαθούσαμε με κάθε χειροποίητο πραγματάκι που κατασκευάζαμε και στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, για ένα διάστημα τουλάχιστον. Ήταν σαν οι λέξεις να μας είχαν προδώσει, και μας είχαν εδώ που τα λέμε, μας είχε πνίξει η χούντα στη μεγαλόστομη λογοδιάρροια και έπρεπε να ερευνήσουμε τις λέξεις μια μια για συνέργεια και συνενοχή. Τις ανακρίναμε και τις βρήκαμε αθώες.
Έβαλα εδώ πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, αν και δεν είμαι ποιήτρια, γιατί την αγωνία αυτή την καταλαβαίνω, την έχω περάσει σε ένα μικρό βαθμό, και στα λίγα βιβλία που έγραψα και στα πολλά χρονογραφήματα. Όταν απαιτείς κάτι από τον εαυτό σου για να φτιάξεις ένα έργο, είσαι αυστηρός, τσιγκουνεύεσαι εκ μέρους των αναγνωστών και ακροατών το χρόνο τους, θέλεις να ανατρέψεις τα πάντα, και να φτιάξεις κάτι λιτό και τέλειο σε άδειο τοπίο. Τουλάχιστον έτσι συνέβαινε τότε, έτσι νιώθαμε πολλοί από μας. Μετά το μοντέρνο ήρθε το μεταμοντέρνο, το οποίο έμοιαζε λίγο με αθωωτική απόφαση.
Αυτή την αγωνία λοιπόν ήθελα να παρακολουθήσω, και νομίζω ότι ως το τέλος ο Μιχάλης την ακολούθησε πιστά. Έσκαψε με συνέπεια τα θεμέλια του μοντερνισμού, όπου με χαρά οι μεταμοντέρνοι ύψωσαν τα δικά τους έργα. Θα μου πείτε, οι μοντέρνοι δούλεψαν για τους μεταμοντέρνους; Μα δεν είναι αυτονόητο; Χωρίς τους μοντέρνους, πώς θα γίνονταν οι επόμενοι μετα-μοντέρνοι;
Αυτά για το σκέλος ποιητικών βιβλίων Μιχαήλ Μήτρα που είχα διαβάσει πριν τον γνωρίσω. Όταν τον γνώρισα είδα και τη δουλειά που έκανε στο ραδιόφωνο. Πιο πολύ μου άρεσε η εκπομπή «Ανωνύμου του Έλληνος». Εκεί, έπαιρνε συνεντεύξεις από ανθρώπους που δεν ήταν διάσημοι και διηγούνταν απλώς τη ζωή τους. Πιστεύω ότι αυτή η εκπομπή ήταν κάτι ανάλογο με τις έρευνες του στην ποίηση, έμπαινε στο κουκούτσι του μέσου ραδιόφωνο. Θα σας πω γιατί το πιστεύω. Το ραδιόφωνο, ο Μακλούαν λέει ότι είναι το ταμ-ταμ της φυλής, αυτό που το χτυπάει κάποιος που είναι προφανώς ο ηγέτης, και έχει τη δύναμη να υποβάλλει τέτοια αίσθηση μαζικότητας μέσω της φωνής, την οποία ξέρουν οι ακροατές ότι την ακούν ως άτομα μιας ομάδας, ώστε δημιουργεί ομοψυχία έως την απώλεια της λογικής και της κρίσης. Αυτό είναι που κατάφερε να κάνει ο Χίτλερ με το ραδιόφωνο, για παράδειγμα. Το να προσπαθείς να ελευθερώσεις το ραδιόφωνο από τη μοίρα του αυτή, να το ξανακάνεις ένα απλό μέσο επικοινωνίας, δίνοντας τη δυνατότητα σε κάποιον απλό πολίτη να διηγηθεί την ιστορία της ζωής του, είναι ακριβώς το να ψάχνεις στον πυρήνα του άλλες δυνατότητες. Όπως και στην ποίηση, ο δουλειά εκείνη εξερευνούσε την απλή ουσία του μέσου. Το υλικό που συγκεντρώθηκε τότε θα μπορούσε να βγει σε βιβλίο, ή σε πόντκαστ, γιατί οι φωνές εκείνες προφανώς, αφού έβρισκε ήδη γέρους, θα έχουν πια χαθεί. Δεν νομίζω ότι το σκέφτηκαν στην ΕΡΤ, κι εγώ ήμουν πολύ αφελής τότε ώστε να πιστεύω ότι κάτι τέτοιο θα γινόταν αυτόματα.
Φανταστείτε ένα αρχείο με αφηγήσεις προσωπικές μέσα στην ιστορία, τι θησαυρός θα ήταν. Ο Μιχάλης είχε μάθει να εκτιμά πράγματα που άλλοι ακόμα δεν καταλαβαίνουν την αξία τους. Χάνουμε πάρα πολλά εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης, και κυρίως τον εαυτό μας. Εκείνος υπήρξε πάντα ευγενής, κι ενώ έτρεχε πολύ στο ραδιόφωνο, ξέρετε, εκείνους τους ατελείωτους διαδρόμους της ΕΡΤ, που λέγαμε ότι θα θέλαμε πατίνια για να κυκλοφορούμε, ενώ λοιπόν έτρεχε, όπως όλοι τρέχαμε εκεί, καμιά φορά τους βλέπω σε εφιάλτες, ότι τρέχω και δεν προλαβαίνω, είχε ωστόσο και μια εσωτερική βραδύτητα απέναντι σε όλα όσα έκανε και αντιμετώπιζε. Έδινε χρόνο, και απαιτούσε χρόνο, ακριβώς σαν τα έργα του. Αυτός ο χρόνος που μας χρειάζεται για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τον άλλον, τους άλλους. Τιμούσε τους συντεχνίτες του, αν μπορώ να το πω έτσι, πράγμα εξαιρετικά σπάνια στο λογοτεχνικό συνάφι. Και τον θυμούνται τώρα κάθε 21 Μαρτίου, γιατί είχε αυτή την ιδέα για την ημέρα της ποίησης. Μη νομίζετε, ήταν μια από τις πολλές. Είχε διαρκώς ιδέες για το πώς να τιμά κανείς τα πράγματα και τους ανθρώπους που αξίζουν. Χαίρομαι που η ιδέα αυτή έπιασε και τον θυμόμαστε έτσι.
Όλα αυτά βέβαια δεν θα μπορούσα να τα πω, ούτε θα τα συζητούσαμε αν δεν μιλούσαμε σήμερα για τον ποιητή Μιχαήλ Μήτρα. Παρεμπιπτόντως λοιπόν χαίρομαι που μπορώ και τα λέω. Χαίρομαι που τιμάμε έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε για την αξιοπρέπεια της πνευματικής παραγωγής σε κάθε τομέα με τον οποίο ασχολήθηκε. Πιστεύω ότι η στάση ζωής είναι επίσης μια μορφή τέχνης, και θέλω να τονίσω ότι η στάση ζωής του Μιχάλη, όπως προσπάθησα να την περιγράψω, ήταν με συνέπεια αφοσιωμένη στις αρχές του, όπως η ποίηση του στην ακούραστη πρόκληση των εννοιών και των λέξεων.