Χάρτης 75 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-75/afierwma/strofes-strofalon-enos-piretikoy-mialoy
Τώρα που το ρωμέικο περνάει κρίση
Την τελευταία του διαβεβαιώνουν οι παλαιότεροι
Την τελευταία του ο καπιταλισμός
Βάσει άλλων υπολογισμών
Την τελευταία της η ανθρωπότητα
Βάσει άλλων
Καιρός αδερφέ να παλέψουμε
Για ένα καλύτερο αύριο
Έλλη Σκοπετέα, «κ.λπ.» (1976)
«Έχω την εντύπωση πως δεν έχω γράψει έως σήμερα απολύτως κανένα αυτοβιογραφικό κείμενο. Απεναντίας, το ΄χω παρακάνει με τα αυτοαναφορικά. Μη μου αγχώνεστε, προλαβαίνω. Έτσι που το ΄χω σχεδιάσει, θα γράφω και πεθαμένος»
Πάνος Θεοδωρίδης (pandoxeio, 2012)
Δίστασα κάμποσο για τον χαρακτηρισμό: homo ludens ή homo universalis; Σπάνιο είδος, στα καθ’ ημάς, ο δεύτερος. Πόσους αναγεννησιακούς ανθρώπους μπορείς να μετρήσεις γύρω μας; Ανθρώπους που να συναιρούν πληθωρικά τον ερευνητικό ζήλο με την κριτική ματιά, την άκρατη φιλοπεριέργεια ως αρχικό ερέθισμα με την ανάγκη της να καλύπτει τα απειράριθμα ερωτηματικά της με τεκμηριωμένη γνώση και, κυρίως, μια ασίγαστη τάση για ενασχόληση με κάθε αντικείμενο τέχνης και επιστήμης. Τα δάχτυλα στο φιλιατρό… Από την άλλη, πώς να συνδυάσεις τις παραπάνω αρετές με το παιχνίδι, με το σκώμμα, το υποδόριο χιούμορ, την καταλυτική ειρωνεία, την απροσδόκητη παρωδία, το εύστοχο λογοπαίγνιο, όλο αυτό το πετάρισμα του νου που απογειώνεται παίζοντας άμα και σπουδάζοντας, με τη σοβαροφάνεια και τη βλοσυρότητα που παραδέρνουν στα τεμένη της ακαδημαϊκής γνώσης; Ακόμα σπανιότερο το είδος, rara avis, προς εξαφάνιση, όπως λέμε· γι’ αυτό και κατεκυρώθη ο πρώτος χαρακτηρισμός: παίκτης (και συμπαίκτης), παιγνιώδης, φιλοπαίγμων – ludens με τα όλα του. Επισημαίνω, άλλωστε, και την κρίση του Γ. Π. Σαββίδη, άλλου δραστικού πολέμιου της σοβαροφάνειας: «Με λιγοστές εξαιρέσεις – συλλογίζομαι εγκάρδια τον Πάνο Θεοδωρίδη και την Τζένη Μαστοράκη, π.χ. – θαρρώ πως η ποίησή μας γίνεται όλο και πιο άθυμη ή πάντως αγέλαστη» (1982).
Είναι πολύ νωρίς για να γίνει ψύχραιμη αποτίμηση της δυναμικής ενός ηφαιστείου που ακόμα καπνίζει· συζητήσιμο και αν μπορέσει να γίνει ποτέ με όρους πληρότητας. Μπορούμε όμως να σταθούμε (έτσι, χωρίς πρόγραμμα) σε κάποιες δικές του σκέψεις, στίχους, κρίσεις, νύξεις, θυμητάρια του λόγου του, του πνεύματός του:
Δεν αγαπώ τις λέξεις επί τη βάσει κάποιας αισθητικής, αλλά επειδή τις ανακάλυψα αργά, και αποφάσισα (με πόνο ψυχής, είναι αλήθεια) ότι δεν θα με απασχολούσε η ζωγραφική. Για έναν προσήλυτο της ελληνικής παιδείας, το ότι εκφέρει, όπως εκφέρει τα ελληνικά του, είναι ήδη μεγάλη επιτυχία και ενδεχομένως δόξα.
Πολλές φορές, εκφραζόμενος εν θερμώ, πάγωνα κάπως την παραφορά μου, διότι φοβόμουνα πως θα συνέχιζα στα ρώσικα ή στα γερμανικά.
Και μιλάμε για γλώσσες που αγνοώ.
Αυτή η διολίσθηση σε ακατάστατο γλωσσικό αισθητήριο εξάλλου, με οδήγησε, σε κάποια τηλεοπτική ερώτηση περί έμπνευσης, να χαριτολογήσω:
Επί πολλά χρόνια έγραφα για να ευχαριστήσω τον Μαρωνίτη, τον Σαββίδη και άλλους ανθρώπους που εκτιμούσα. Μετά, άρχισα να ακούω τις προτροπές του αγγέλου μου. Ο άγγελος μού υπαγόρευε τα πάντα, αλλά δεν καταλάβαινα γρυ, επειδή μου τα έλεγε στα γερμανικά, μια γλώσσα που αγνοώ. Σήμερα είμαι ευτυχής. Γράφω για διαφορετικούς λόγους, αλλά κυρίως, καταλαβαίνω απολύτως τι μου λέει ο άγγελος. Διότι εν τέλει, έμαθα εγώ γερμανικά στον άγγελό μου.
Έχοντας ως όπλο τον κυνισμό (αξία στην οποία πιστεύω αμεταθέτως), έπειθα άνευ λόγου, τους ομότεχνους και τους κριτικούς ότι κυνοπρακτώ
διότι είμαι φοβερά ευαίσθητος. Τους διαβεβαίωνα, και μάλιστα εγγράφως, ότι είμαι αμοραλιστής και αήθης. Μάταιος κόπος. Θεωρούσαν ότι χαϊδεύομαι.
(thegreekcloud.com / 13. 05. 2014)
Έμπρακτο δείγμα της οξύμωρης ευαισθησίας του, αυτής της κυνικής τρυφερότητάς του είναι η περίφημη «Ωδή στα πουλιά», που σχεδόν όλοι όσοι έγραψαν δυο λόγια αποχαιρετισμού στο φευγιό του, την ανέφεραν. Παράξενος ερωτικός ύμνος:
Σκάστε πουλιά, η αγάπη μου κοιμάται
σ’ ένα στρώμα βαρύ από υγρασία
το παράθυρο δεν κλείνει, η πόρτα μάγκωσε
και συ δε με θυμάσαι πια
Θα ΄ρθει καιρός σε κάποια ταβέρνα
που θα μεθύσουμε πάλι μαζί
θα νιώσω τότε στενό το καβάλο
και το θάνατο να σ’ αγγίζει
γλυκά. Μα εσύ δε με θυμάσαι πια
οργιάζοντας κάπου στο προσκέφαλο
ενώ αγωνίζομαι να κοιμηθώ
μέσα στο στόμα μιας άλλης κυράς
Έι, θα ΄ναι όμορφα τέτοιες μέρες
στη δυτική Χαλκιδική· σκάστε πουλιά,
η, πώς τη λένε, ροχαλίζει απάνθρωπα
και να δακρύσω δεν μπορώ.
(1979)
Έχοντας επίγνωση του διασπορικού χαρακτήρα των όσων έγραψε κι επιτέλεσε, ορίζει την επικράτεια του δικού του αρχείου, σε μια από τις τελευταίες αναρτήσεις του, ως Πετεφρής (petefris.blogspot.com):
…Τα δικά μου Άπαντα έπρεπε να έχουν τίτλο το Μεταλλείο. Χώρος που περιέχει πολύτιμα μέταλλα και σκωρίες, λιθορριπές και αγραμμάδες, αφεντικά και εργάτες, χρήματα και προσφάι, ερπετά και πουλάκια, βουνό και θάλασσα. Κι έτσι το έργο μου δεν θα συγκεντρωνόταν ως θρασύδειλη απόπειρα διαιώνισης αλλά ως φυσική περίπου συσσώρευση λέξεων. Ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια, ρητά, ημερολογιακές σημειώσεις, ταξιδιωτικά, ερμηνείες αρχαίων και μεσαιωνικών κειμένων, στατιστικοί πίνακες, σπαράγματα διατριβών και μονογραφιών, επιστολές, ομιλίες, δεκάρικοι λόγοι, άρθρα και επιφυλλίδες, θεατρικά, σενάρια, νεκρολογίες, αναφορές, δημοσιοϋπαλληλικά κείμενα, απολογίες και αρχαιολογικά ανάλεκτα με τον ιδιώνυμο τίτλο varia minora. Και αυτά, όχι καταχωρημένα ανά είδος λόγου, παρά ανά εποχές κυριάρχων γυναικών, η εποχή της Μελισσάνθης, η εποχή της Δυναμό και παρόμοια. Βέβαια το αρχείο μου, όπως κάθε αρχείο, δεν στήθηκε για να γίνει ιστορία αλλά καθαρή, αδολίευτη τέχνη. Αντί τέχνης, ήταν δεκάδες φουσκωμένοι φάκελοι γεμάτοι ιδέες ατελείς, κι ένα σωρό άχρηστες εργασίες. Γραμματειακή υποδομή για μία έκθεση του Αγίου Όρους στη Θεσσαλονίκη το 1985 που δεν έγινε ποτέ. Μια μελέτη στα αγγλικά για να μετατραπεί το φαξ σε μηχανή αποστολής εμπιστευτικών εγγράφων. Αποτυπώσεις ξωκκλησιών δυτικής Μακεδονίας. Εκατοντάδες πρώτες σελίδες υποψηφίων μυθιστορημάτων. Πού και πού κανένα διαβαστερό ποίημα. Επιστολές, κυρίως της Μαριάνθης. Φωτοαντίγραφα δυσπρὀσιτων εργασιών περί Βυζαντίου. Σκίτσα και γραφήματα. Φωτογραφίες κακοτυπωμένες που έδειχναν τμήματα ερειπίων μέσα σε βατσινιές. Τίποτα σπουδαίο. Το πράγματι χρυσάφι ήταν μέσα στο μυαλό.
Με σπουδές στην αρχιτεκτονική (ΑΠΘ) και τη συντήρηση μνημείων, εργάστηκε ως αναστηλωτής και συνεργάτης σε εφορείες αρχαιοτήτων, αλλά και ως ραδιοφωνικός παραγωγός, ηθοποιός και παρουσιαστής στο θέατρο, στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, γράφοντας και παρουσιάζοντας δεκάδες ντοκιμαντέρ για την ΕΡΤ3. Ακαταπόνητος γραφιάς, καλλιέργησε όλα τα είδη του λόγου, συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά· συμμέτοχος σε εκδοτικά σχήματα, ανεβοκατέβηκε σε τραμ και λοιπά οχήματα, ξεδίπλωσε χάρτες, έριξε στη βιβλιαγορά βιβλία μικρά («τομίδια τσεπωτά») και μεγαλύτερα, αρμένισε σε τρεχούμενα και στάσιμα νερά με ιστολογιοφόρο, έζησε πολλές ζωές σε μία.
Γνωρίζοντας κάθε σπιθαμή της μακεδονικής γης, ανέλαβε να τη συστήσει στο ευρύ αναγνωστικό κοινό ως ικανός αφηγητής, όχι ως πατεντάτος ιστοριοδίφης. Έτσι, προέκυψε ένα τόμος – οδηγός της πόλης: Θεσσαλονίκη. Διήγηση ενός αιώνα: Ο νόμος ανατολικά του Πέκος [2011], 2013². «Μια αφήγηση συνεχής, με σύντομες, κοφτές “ανάσες” […] Ο συγγραφέας που επινόησε την παρούσα αφήγηση, παρότι ασχολείται με το συγκεκριμένο είδος επί αρκετές δεκαετίες, απουσιάζει επίτηδες από το θαύμα και την αθλιότητα της διαδρομής – και νομίζω πως συμμετείχε σε αμφότερα με απλοχεριά. Γι’ αυτό και ο υπότιτλος που θα ταίριαζε σε αυτή τη Θεσσαλονίκη του θα μπορούσε να είναι Ο νόμος ανατολικά του Πέκος (παρωδία από ένα παλιό “Λούκι Λουκ”)».
Και, στο κλείσιμο αυτής της θεσσαλονικώτικης περιδιάβασης, διευκρινίζει:
Δεν είμαι ιστορικός, δε γνωρίζω την τέχνη, έχω πολλές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα αυτής της τέχνης, αλλά από την άλλη έχω δουλέψει πολλά χρόνια συγκεντρώνοντας βάσεις δεδομένων για ιστορικά αφηγήματα ή μυθιστορήματα. Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως διάβασα περισσότερες εφημερίδες που συντάχθηκαν μεταξύ 1880 και 1940 παρά μεταγενέστερες. […] Σε κάθε περίπτωση, όταν μάθαινα τα πρώτα γράμματα, οι επιζώντες της πρώτης προσφυγιάς και η τύχη των στενών μου συγγενών ήταν στα οικογενειακά άλμπουμ και όχι σε ιστορικές μονογραφίες και δοκίμια. Πρόλαβα τη γιαγιά μου που παντρεύτηκε το 1912 και πολλούς συγγενείς γεννημένους πριν από το 1900. Οι αφηγήσεις τους δεν αποτελούσαν Θερμοπύλες και κερκόπορτες, αλλά ζώσες αναμνήσεις, καθώς πέρασαν από συγκεντρώσεις του Βενιζέλου, από τελετές όπου παρίστατο ο σερ Μπάζιλ Ζαχάρωφ και η ζωή τους κινήθηκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά στην Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά και σε δεκάδες εκλογές, δικτατορίες, στρατολογήσεις, υπηρεσιακές αναφορές, σκληρό αγροτικό βίο, έρωτα για άγνωστα σήμερα βιβλία, ταινίες, μουσικά ακούσματα και εικαστικά περιβάλλοντα. Δηλαδή, βίωσα εμμέσως ιστορικές στιγμές, αλλά ταυτόχρονα ήμουν τελείως ακατάλληλος να ψυχρανθώ εσωτερικά, παράγοντας Ιστορία.
Και σκέφτομαι πως, παρωδώντας τον Κάλβο, έβαζε, ως συνήθως, κομμάτι του εαυτού του στους στίχους :
[…]
Φεύγω τώρα, ίπταμαι
Με στεγνότατα φτερά
Σε δονάκη φωτός
Ακοιμήτου:
Όταν λάμπουν οι αισθήσεις
Αλαθήτων εμπειριών
Είναι καλύτερα νωρίς
Να κοιμάσαι.