Χάρτης 75 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-75/afierwma/stoikheia-ghia-tis-dekaeties-toi-petefri
Μια εκπαιδευτική εκδρομή φοιτητών και φοιτητριών της Αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ, της Τάξης του ’67, με τον καθηγητή τους της Ιστορίας. Τι άραγε μπορούμε και τί άραγε θέλουμε να διαβάσουμε σ’ αυτήν την ομιλητική φωτογραφία της Άνοιξης του 1970 στην Ολυμπία. Το κάδρο είναι στο πρανές ενός αρχαιολογικού τοπίου, εμείς όρθιοι ή καθισμένοι πάνω σε βράχους ή στους δόμους κάποιας μεγαλιθικής κατασκευής. Αν θέλουμε, βοηθούντος και του αρχαιογνωστικού χαρακτήρα της εκδρομής, αναγνωρίζουμε την εγγραφή των σωμάτων μας στο εσωτερικό ενός ιδεατού τριγώνου, ενός αετώματος. Στην κορυφή του αετώματος, με το κεφάλι στηριγμένο στο διπλωμένο του γόνατο και με το οξυδερκές του βλέμμα καρφωμένο στον ομιλητή, ο Μανόλης Κορρές. Ακριβώς από κάτω του, στη βάση του αετώματος, μισοστηριγμένος σε μια ανεπεξέργαστη πέτρα και με τα χέρια στα γόνατα, προσεκτικός ακροατής, ο Πάνος Θεοδωρίδης.
Έχει κάτι από παλιά σχολική ηθική αυτή η φωτογραφία: εμείς, ανυποψίαστοι για τον συμφοιτητή φωτογράφο, δεν ποζάρουμε. Το αντίθετο, είμαστε προσηλωμένοι σ΄ αυτά που ακούμε. Με την πλάτη γυρισμένη στο φακό, νεαρός, σχεδόν συνομήλικός μας, ανταποκρίνεται στην φιλόμαθη προσδοκία των βλεμμάτων, θεϊκός ο Χαράλαμπος Μπούρας. Δε χρειάζεται να μείνω σε παράπλευρες κοινωνιολογικές αναγνώσεις, όπως, λόγου χάρη, στο μάλλον συντηρητικό για την εποχή ντύσιμο, με την εξαίρεση ίσως κάποια μοτίβα λαχούρ σε ανδρικά πουκάμισα ή κάποια κοντή φούστα στις φοιτήτριες. Θυμίζω, ωστόσο, ότι βρισκόμαστε στην ακμή της Carnaby και της Twiggy, ότι τα πιο ήπια μουσικά μας ακούσματα ήταν οι Beatles, ότι τα μακριά ανδρικά αχτένιστα μαλλιά, δηλωτικά μιας γενικότερης κοινωνικής δυσφορίας, είχαν αναχθεί σε στοιχείο της νεανικής ταυτότητας. Ό,τι, όμως, ο Marcuse, στο ακατάληπτο Έρως και Πολιτισμός των εκδόσεων «Κάλβος», στο οποίο τότε εντρυφούσαμε, περιέγραφε ως «νέα αισθαντικότητα» των νέων και ως καταστροφή των συμβατικών ενδυματολογικών κωδίκων, μάλλον δεν αναγνωρίζεται σ΄ αυτή τη φοιτητική ομάδα. Πράγματι, είναι ζήτημα αν στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσαν στα early seventies περισσότερα από μια πεντάδα μαγαζιά για να προμηθευτούμε ένα κοτλέ levis πανταλόνι ή ένα μπλουτζίν καμπάνα της προκοπής ―κι αυτά πανάκριβα― οι περισσότεροι ακόμη ραβόμασταν στους οικογενειακούς εμποροράφτες της Βενιζέλου.
Προσθέτω ένα ακόμη πραγματολογικό στοιχείο. Στα χέρια των περισσότερων από το φοιτητικό κοινό δε βρίσκονται, προφανώς, κινητά τηλέφωνα, αλλά φωτογραφικές μηχανές – κάποιες, μάλιστα, ακριβές φωτογραφικές μηχανές. Εικάζω ότι στα σακίδιά μας βρίσκονταν μολύβια και μπλοκ για σκίτσα: επρόκειτο για μια άλλη, λιγότερο παθητική, αγωγή οπτικής εγρήγορασης και επικέντρωσης στο αντικείμενο των αρχιτεκτονικών σπουδών.
Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
Ας επιστρέψω σε μια προηγούμενη στιγμή, Ανακαλώ την πρώτη ημέρα μου στη Σχολή.
Σεπτέμβριος 1967, Παρασκευή βράδυ. Θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση με τον Πετεφρή στο φουαγιέ της Πτέρυγας. Εγώ, ευτυχής πρωτοετής, αμήχανος, αναζητώ στο αχανές κτίριο την Αίθουσα της Ιστορίας. Ρωτώ μια φιγούρα που βημάτιζε στο σκοτεινό διάδρομο. Από το σακκάκι του, καφέ κοτλέ ύφασμα σαν ταπετσαρίας επίπλων, εκλύονταν ένα αλλόκοτο κύρος ― ίσως καθηγητής. Στρέφοντας την πίπα καπνού που απολάμβανε, μού έδειξε την τελευταία πόρτα δεξιά: «Πηγαίνετε στο βάθος». Σε πέντε λεπτά μπήκε κι ο ίδιος στο μάθημα. Συμφοιτητής. Δεν αρχίζαμε καλά.
Ο Πάνος Θεοδωρίδης, όπως στο Ροκ των Μακεδόνων, ενήλικος πλέον, εξηγεί χωρίς περιττούς ακκισμούς: «είχαμε αυτήν την αγωνία, θέλαμε να ξεχωρίζουμε και όσο πιο πολύ το θέλαμε, τόσο το χάναμε, τόσο πιο πολύ ίδιοι γινόμασταν με τους άλλους … είμασταν καταδικασμένοι να μη ξεχωρίζουμε, μια ζωή παιδιά του δημοτικού, με το πηλήκιο στο κεφάλι … το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το στυλ»... Το καφέ κοτλέ κοστούμι, ό,τι κι αν ήταν ―στολή φοιτητή Αρχιτεκτονικής, έκκεντρη επιλογή Τέχνης σημαντική, ας πούμε προφίλ ζωγράφου ή κάτι όπως το “famous blue raincoat, torn at the shoulder” του Leonard Cohen ή μια ενδυματολογική αίρεση― διαφήμιζε μια μικρή ανταρσία μέσα σε ένα πλήθος συμμορφωμένων ρούχων.
Εκείνος, λοιπόν, με το περίεργο κοτλέ κοστούμι, κάποια στιγμή, δεν είχε ακόμη καλά καλά αρχίσει η χρονιά, και μάς κάλεσε ―όχι όλους, κάποιους λίγους συμφοιτητές και συμφοιτήτριες, δέκα δώδεκα, μια επιλογή για την οποία ποτέ δεν απολογήθηκε, αλλά, όπως και να το πεις, ήταν κολακευτικό για όσους είχαμε προσκληθεί― και μάς ζήτησε να συμμετάσχουμε στο Ερευνητικό Πρόγραμμα, που είχε ο ίδιος εκπονήσει: «Μετέωρα»! Εγώ, δεκαοκτώ χρονών, δεν είχα, ακόμη, καταλάβει τι ήταν αυτό μέσα στο οποίο ως φοιτητής είχα βρεθεί, τί στην ευχή ήταν η Αρχιτεκτονική, τι σχέση είχα εγώ με τα Δομήσιμα Υλικά και τις Διοφαντικές Εξισώσεις
που καταβρόχθιζαν τις εβδομάδες μας και ισοπέδωναν την όρεξή μας για ωραίες σπουδές. Και ιδού ένας συμφοιτητής μου, κι αυτός δεκαοκτώ ή, άντε, δεκαεννέα χρονών, μας μιλούσε για Έρευνα, διατύπωνε Υποθέσεις Εργασίας, έθετε προς απάντηση αρχαιολογικά ερωτήματα, πρότεινε ανακοινώσεις σε Συνέδρια, κατανομές αρμοδιοτήτων, χρονοδιαγράμματα. Ετσι, οut of the blue. Αυτό που περισσότερο με διήγειρε ήταν το βάρος της λέξης. Μετέωρα. Η ασάφεια της πρότασης του Πάνου, μια αιώρηση πάνω από βεβαιότητες, η υπόσχεση μιας απώλειας, το ενδεχόμενο μιας πτώσης. Όλα έξω από το πλαίσιο της Σχολής, καμμιά εξωτερική υπαγόρευση ή καταναγκασμός, επρόκειτο για μια πρόταση επιστημονικής αυτονομίας. Και ο Πετεφρής έπαιρνε την ευθύνη και ήταν αρχηγός σ΄ αυτό το πανηγύρι. Ντιρλε – ντιρλέ, ντιρλέμ.
Μέσα στον αιφνιδιασμό και τη γενική αφωνία όλων όσοι βρεθήκαμε εκεί, ο Μανόλης Κορρές, συμφοιτητής ο οποίος, με τα σπουδαία του σχέδια είχε από τις πρώτες ημέρες καταφέρει κι αυτός να ξεχωρίζει στη Σχολή, ζήτησε αμέσως από τον Πάνο διευκρινίσεις κι έκανε κάποιου τύπου τροποποιήσεις, περιγράφοντάς ίσως μια διαφορετική κατεύθυνση στην έρευνα. Θυμάμαι που περίπου τρόμαξα ή πιέσθηκα. Όλα ήταν πέρα από τη νόησή μου. Αλλά, ταυτόχρονα, ήταν η στιγμή που κάτι άστραψε μέσα στη μουντάδα των πρώτων μου μηνών στο Πανεπιστήμιο. Δε ξέρω αν άστραψε ένα φως και ως νέοι γνωρίσαμε τον εαυτό μας, ούτε αν οι φωνές τους, του Πάνου και του Μανόλη, σα να ξυπνούσαν μέσα μας μικρές πυρκαγιές. Κι ωστόσο, αυτό ήταν. Κάτι ενδιαφέρον άρχιζε να αναδύεται. Ας πούμε ένας κόσμος. Ο κόσμος του Πετεφρή ανοίγονταν μπροστά μας. Ίσως ο κόσμος μας.
Δεύτερο έτος στη Σχολή, αμέσως μετά τα Χριστούγεννα του 1968, ο Πάνος, ξεσηκωμένος, λάμποντας σχεδόν, με φούντωμα στα μάγουλα και ένταση στο βλέμμα, αυτό που άλλοι αποκαλούν έρωτα, μπήκε νωρίς νωρίς στην τάξη και μάς επέδωσε ―πάλι επιλεκτικά, όχι σε όλους― το Μανιτάρι, ποιήματα και πεζά, τυπωμένο το πρώτο του βιβλίο:
είμαι πολύ ερωτευμένος για να είμαι καλός εραστής
είμαι πολύ υποψιασμένος για να είμαι καλός ποιητής.
Σοκ και περηφάνεια. Γενική υπερηφάνεια. Ένας ποιητής ανάμεσά μας! «Η ποίηση, μια αυστηρή κυρά, ανάλγητη και περιφανής, οδήγησε τη ζωή μου στη στάχτη και τον όλεθρο, αλλά τα ελληνικά μου σε καλό δρόμο» έλεγε αργότερα.. Γρήγορα μάς σύστησε στους ομοτέχνους του. Ιδού το Απόγεμα, του Δημήτρη Καλοκύρη, λίγο αργότερα Η Σβούρα του Μίμη Σουλιώτη. Αίφνης το περιοδικό Τραμ – αδιανόητο συλλογικό διάβημα. Τα ονόματα των φίλων μας ποιητών πλάι-πλάι με του Ελύτη. Λίγο μετά, η επώδυνη και απεγνωσμένη παρακολούθηση λεπτό-λεπτό της δίκης του Τραμ για πορνογραφία και η βαριά καταδίκη του σήμανε τη βίαια πρόσκρουσή μας πάνω στην αμείλικτη πραγματικότητα της Χούντας και το τέλος του από τη μεριά μας αφελούς κλεφτοπόλεμου με τους χαφιέδες της Σχολής. Βουβός τρόμος.
Όμως, χάρη στον Πετεφρή βρισκόμασταν διαρκώς πλησίστιοι στο νέο που γεννιόταν. Η πτήση μας προς τον πλανήτη της ποίησης είχε αρχίσει και συνεχίζονταν με καλούς οιωνούς. Το πλήρωμα του σκάφους ήδη συγκροτούνταν σε χορωδία. Ο Πάνος, αυτόκλητος σουρεαλιστής, εμπιστεύθηκε στο συμφοιτητή μας και μουσικό Σταμάτη Χονδρογιάννη τη μελοποίηση δεκαοκτώ δίστιχων, γραμμένων, ίσως, στον τόνο που ο Σεφέρης, τον ίδιο πάνω κάτω καιρό, είχε γράψει τα δίστιχα για έξι κρητικά μαχαίρια. Ο Σταμάτης, βλέποντας το κατεβατό των στίχων γραμμένα στη Remington του Πάνου, παρερμηνεύοντάς τα ως ενιαίο ποίημα, έγραψε στην κιθάρα ένα μόνο μακρύ τραγούδι, με έγνοια μάλιστα να απομονώσει για ρεφραίν κάποιο από τα δίστιχα που του ταίριαζε:
η Ανδρομέδα παίζει σκάκι, ελαφροτάτη διάθεσις
οπτική γραφή, ψωμί και τυρί
ή, ίσως, το
μια γιαγιά στο μοτοσακό,
μια κοπέλα στο υαλοπωλείο
μια μαθήτρια με καφέ παλτό,
ένας άντρας στο χαμαιτυπείο.
Το τραγούδι προέκυψε ωστόσο, ωραίο, το τραγουδήσαμε αμέσως, ο ποιητής επέδειξε επιείκεια, η υποδοχή υπήρξε ευτυχής. Ακολούθησαν ολονυκτίες στις οποίες αποστηθίζαμε τις μελωδίες, σε λίγο ο Πάνος απέκτησε μια καλή melodica και μπήκε ορμητικά και στο πεδίο της μουσικής.
Να τον(ε) δέσουν με βραχιόλια κι αλυσίδες
να ξερριζώσουνε τη γλώσσα του σκληρά
γιατί στα χίλια πεντακόσια τριάντα έξι
κομμουνιστές δεν πρέπει να ‘χει η αγροτιά
αναπέμπαμε ένα ενθουσιώδες κατευόδιο, στίχοι-μουσική του Πετεφρή, εις δόξαν του Thomas More της Ουτοπίας, η οποία είχε μόλις κυκλοφορήσει πάλι από τον «Κάλβο». Το ρεπερτόριο διευρύνθηκε, οι χορωδοί περισσέψαμε, κάποιες στιγμές συλλειτουργούσαμε και με τον Αργύρη Μπακιρτζή, που είχε ήδη γράψει στο μικρό του μπουζούκι το «στον Επτάλοφο σε θυμήθηκα», και το «σε μια εκκλησιά μοναχική», μια φορά εμφανίσθηκαν με ηλεκτρικές κιθάρες και ο Νίκος Δόικος με τον Παπαντίνα των Μακεδονομάχων. Πλην, το είχαμε πάντα στο νου μας, χούντα ήτανε, όλες οι συγκεντρώσεις σε σπίτια ήταν εγγενώς ύποπτες. Ήταν κοντά στο τέλος του ’69, όταν η Χούντα επέτρεψε την υπό όρους αποφυλάκιση κάποιων καταδικασμένων για αντεθνική δράση φοιτητών, προκειμένου να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Ο Θωμάς Βασιλειάδης, συμφοιτητής πολιτικός μηχανικός, όμορφος και απόλυτα προσηνής, αλώνιζε στο Πολυτεχνείο και γρήγορα έπειθε με επιχειρήματα όσους ήμασταν έτοιμοι από καιρό να τα ακούσουμε. Είχαμε κάπως αναθαρρήσει, όταν τραμπούκοι φοιτητές, αναβιώνοντας ένα κλίμα της προδικτατορικής ΕΚΟΦ, εισέβαλαν στη Σχολή και διέλυσαν το μάθημα την ώρα που δίδασκε ο Φατούρος, τον προπηλάκισαν, χτύπησαν τους φοιτητές και επιτέθηκαν σεξιστικά στις συμφοιτήτριές μας. Ένθεος θυμός. Οι συνεννοήσεις γινόντουσαν εφεξής με τα βλέμματα, η Τεχνική της Παντομίμας. Ήταν σαν όλα να είχαν συνωμοτήσει για να επιταχύνουν την πολιτική μας ενηλικίωση.
Μαζεμένοι συνήθως βράδυ, γύρω από τα φαγητά που είχε παραλάβει με το ΚΤΕΛ σε καλάθι ο Σταμάτης από τη μάνα του στην Κέρκυρα, άντε και καμμιά μπίρα από το γωνιακό περίπτερο, καθόλου ουσίες, πενιχρό χαρτζιλίκι – να ‘την στις εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη και «η μιζέρια των φοιτητικών κύκλων». Αυτοεμπνεόμενοι, ναρκισσευόμενοι Καταστασιακοί καταμεσής της χούντας, ασυνάρτητα πράγματα. Ανάμεσα στις τυρόπιτες και στα άσματα, η ανεξάντλητη ευρηματικότητα του Πετεφρή να επινοεί ομαδικά παιχνίδια, να μοιράζει ρόλους, να θέτει κανόνες, να παράγει ένταση και αγωνία, πολώσεις και ανταγωνισμούς δεν άφηναν καμμιά αμφιβολία για το ποιος ήταν ο ταλαντούχος τελεστής αυτών των συναντήσεων, που εισήγαγαν δαιμόνια, που κήρυτταν το τέλος της σοβαροφάνειας, που δόξαζαν την απελευθερωτική δύναμη του παιγνιώδους και που, εν τέλει στερέωναν τη μεταξύ μας σχέση, τη χαρά και την προσδοκία για την επόμενη βεγγέρα. Ανακαλώ εκείνα τα βράδια που ο Πάνος, αναγνωρίζοντας την απελευθερωτική προτεραιότητα της ίδιας της συνεύρεσης, μάς ενθάρρυνε να τραγουδάμε. «Δεν πειράζει που δεν έχεις καλή φωνή, εσύ είσαι βάρδος» έλεγε στον Αργύρη ο οποίος δίσταζε να μπει. «Αρκεί που χωνεύεται η φωνή όλων μας μέσα στον κοινό ρυθμό». Χρόνια μετά, φαντάρος, αυτά τα τραγούδια μουρμούριζα και όχι τα δημοφιλή σουξέ της μεταπολίτευσης, και χάρη σ’ αυτά έβγαζα τις ατέλειωτες ώρες σκοπιάς στο οροπέδιο του Αυλώνα:
Στη βρυσομάνα του Ταμπάκη ένα πρωί
καλογεράκι εμάλωνε φαντάρο:
τρεις πήχεις κακορίζικο σού πέφτει γη
κι εσύ τη θέλεις μακρινή και ξένη.
Στον ίδιο πλανήτη της φοιτητικής δημιουργικής αμεριμνησίας ανακαλώ και τις απολύτως ποιητικές αφηγήσεις από τις καλοκαιρινές, ιδίοις αναλώμασιν, εξορμήσεις του Πάνου, συνήθως μαζί με τον Σταμάτη, στην άγνωστη ενδοχώρα της Μακεδονίας. Η τεκμηριωτική βουλιμία αλλά και η εσοδεία από ζωής στην ύπαιθρο, σ’ αυτές τις εξόδους τους από την πόλη ήταν πράγματι εντυπωσιακές: ένα πλήθος από μαυρόασπρα φιλμ και μεγάλος αριθμός σκίτσων και σχεδίων με χαρτογραφικές σημειώσεις εντοπισμού και με αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις από νεότερα ή βυζαντινά μνημεία ή από αξιοθαύμαστα ή και εξωφρενικά κατασκευάσματα, ας πούme σαν τα «architecture without architects» του Rudovsky, συγκροτούσαν έναν Άτλαντα εικόνων από όσα είχαν συναντήσει στα off road δρομολόγιά τους. Αλλά εξίσου πλούσια και συχνά πιο ενδιαφέρουσα ήταν και η συγκομιδή εμπειριών επικοινωνίας με την ελληνική ύπαιθρο στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα. Η παρουσία δύο νέων, με μάλλον αλλόκοτη εμφάνιση, μάλιστα πάνω σε μοτοσυκλέτα με καλάθι, σε περιοχές που, όπως οι βόρειες όχθες της Βόλβης ή της λίμνης του Αγίου Βασιλείου, σπανίως έβλεπαν κάποιον περαστικό ξένο, πέραν ίσως κάποιων συγγενών, που επισκέπτονταν δικούς τους, μεσούσης, μη ξεχνάμε, της δικτατορίας, κινούσε προφανώς υποψίες. Η επίσκεψη στον τοπικό Κοινοτάρχη σπανιότερα τού επιδαψίλευε τιμή και υπερηφάνεια για την κρυμμένη αξία κάποιου μνημείου, που η Κοινότητα αγνοούσε, ενώ συνηθέστερα ερέθιζε μιαν ανακλαστική καχυποψία και προκαλούσε αστυνομικούς ελέγχους. «Ποιοι είστε εσείς; ποιος είναι αυτός ο Μπούρας, που ζητάει να σάς διευκολύνουμε;» και άλλα παρόμοια. Εκεί δοκιμάζονταν το ταλέντο του Πετεφρή ως story-teller. Ως ευρυμαθής ιστοριοδίφης, γρήγορα γοήτευε το κοινό του χωριού, που κολακεύονταν να ακούει για τη σημασία αυτής της περιοχής ή αυτού του μνημείου μέσα στην μεγάλη ιστορική γεωγραφία της βαλκανικής. Σε ένα ιστορικο-γεωγραφικό αυτοσχεδιασμό, αναμιγνύοντας πραγματικά ή και λιγότερο πραγματικά ή και απολύτως υποθετικά στοιχεία και διαφεύγοντας προς προσφιλή στον ίδιο θέματα μεσαιωνικής ιστορίας, που τα χειρίζονταν με σχετική επάρκεια, ο Πάνος μπορούσε να επεκτείνεται με τις ώρες, με ακροατές όλο τον πληθυσμό του χωριού να κρέμεται κυριολεκτικά από τα χείλη του. Υπάρχουν αρκετές ωραίες φωτογραφίες, στις οποίες ο Πετεφρής αγορεύει καλοκαιριάτικα, καθισμένος έξω από το Καφενείο, όπου, διατεταγμένοι γύρω του σε κύκλο, μαγεμένοι άνδρες και γυναίκες, νέοι, γέροι και παιδιά, τον ακούν να τους εξηγεί την ιστορία του τόπου τους, ενσωματώνοντας ανδραγαθήματα, θρύλους και διασκεδαστικά ανέκδοτα. Η τυπική λήξη αυτών των προδρομικών αφηγηματικών performances ήταν ο διαγκωνισμός, μεταξύ των ντόπιων, για το ποιος θα προλάβει να τους φιλοξενήσει μαζί με τον Σταμάτη στο σπίτι του.
Βέβαια υπήρξαν και δυσκολίες, όπως όταν ένας δύσπιστος Κοινοτάρχης, αφού δέχτηκε να βοηθήσει όσο δύναται, διαθέτοντας έναν κοινοτικό υπάλληλο να μεταφέρει τη σκάλα ή να μετακινεί στασίδια και βαριά στοιχεία για να εξυπηρετηθούν οι μετρήσεις, θέλησε να παρακολουθήσει, ίσως να επιτηρήσει αυτοπροσώπως, το έργο των νέων επιστημόνων. Εκεί, ενοχλημένος ο Πάνος από την ελεγκτική παρουσία του, τον επέπληξε όταν εκείνος καυχήθηκε ότι, πριν λίγους μήνες είχε πάρει την πρωτοβουλία και ασβέστωσε τις τοιχογραφίες, οι οποίες του είχαν φανεί παλιωμένες ή και κατεστραμμένες. Η συζήτηση οξύνθηκε όταν ο Πάνος του εξήγησε ότι το ασβέστωμα δεν έβλαψε μόνο το στρώμα τοιχογραφιών, για το οποίο μιλούσε ο Κοινοτάρχης, αλλά και τα υποκείμενα στρώματα τοιχογραφιών. Ο Κοινοτάρχης δυσφόρησε, διότι όχι μόνο αγνοούσε αυτή την πιθανότητα, αλλά και διότι στο μεταξύ είχαν προσέλθει στο Ναό και διάφοροι φιλοπερίεργοι κάτοικοι του χωριού και, φυσικά, το τελευταίο που θα ο Κοινοτάρχης επιθυμούσε, ήθελε ήταν να εκτεθεί ως αδαής μπροστά στα μέλη της Κοινότητάς του. Περνώντας, λοιπόν, στην αντεπίθεση αμφισβήτησε την ύπαρξη πολλαπλών επιζωγραφήσεων του Ναού. Πρώτη φορά ακούγεται κάτι τέτοιο, από πού, δηλαδή, το άκουσε ο Πάνος. Ο Πετεφρής, με τη σειρά του, και με ύφος cool επιστήμονα, διαβεβαίωσε ότι υπάρχουν πολλές μέθοδοι για να διακριβωθεί αυτό, εκ των οποίων η ταχύτατη και εγκυρότατη, με διαπίστευση από το Υπουργείο, είναι το υγρό του Gropius (sic!), το οποίο το έχουμε πάντα μαζί μας. Και ζήτησε από τον Σταμάτη να του δώσει το αντιδραστήριο Gropius από το σακίδιο. Ο Σταμάτης, μόλις συγκρατώντας τα γέλια του αλλά και την ταραχή του, πήγε αμήχανος στον Πάνο ένα μπουκαλάκι σινικής, μια «μπόμπα», με την οποία οι αρχιτέκτονες τροφοδοτούσαμε, τότε, τους γραμμοσύρτες μας. Ο Πάνος το πήρε στα χέρια του και με τελετουργικές κινήσεις έριξε λίγο υγρό χαμηλά, στον πλευρικό τοίχο του Ναού και απεφάνθη ότι έχουμε ασφαλώς τρία, ίσως όμως και τέσσερα στρώματα τοιχογραφιών. Τότε ο Κοινοτάρχης αγρίεψε και, έξω φρενών, φώναξε «Μάς δουλεύετε! Είστε άσχετοι!». Διότι, όπως εξήγησε, εκεί που ο Πετεφρής είχε ρίξει το υγρό του Gropius δεν υπήρχαν τοιχογραφίες! Οι τοιχογραφίες άρχιζαν σε ύψος 1.40 μέτρα από το δάπεδο του Ναού! Ο Σταμάτης ετοιμάστηκε να το βάλει στα πόδια για να γλιτώσουν το λιντσάρισμα. Εδώ θαυμάζει κανείς την ετοιμότητα και την ευφυία του Πετεφρή, ο οποίος, με απόλυτη ψυχραιμία και με απροσδόκητα σταθερή δυνατή φωνή, ώστε να ακούσουν όλοι οι παριστάμενοι, εξήγησε το αυτονόητο, όπως είπε: «βεβαίως οι τοιχογραφίες δε φτάνουν μέχρι το πάτωμα. Αλλά, κάθε φορά που ολοκληρώνονταν μια νέα εικονογράφηση του Ναού, για να συμπληρωθεί η εντύπωση συνολικής ανακαίνισης, συνηθίζονταν το φρεσκάρισμα με ασβέστη και στο κάτω τμήμα των τοίχων. Συνεπώς, η κατώτερη ζώνη έχει τον ίδιο ή περίπου τον ίδιο με την τοιχογραφία αριθμό στρώσεων – γι’ αυτό και η αμφιβολία αν έχουμε τρία ή ίσως τέσσερα στρώματα επιζωγραφήσεων. Εμείς, ως επιστήμονες αποτυπωτές-συντηρητές,, αποφεύγουμε να ενοχλούμε την τοιχογραφία και εφαρμόζουμε τα αντιδραστήρια στο κατώτερο τμήμα των τοίχων, κάτι που είναι ανώδυνο». Κανείς δε γνωρίζει εάν ο Κοινοτάρχης είχε πεισθεί, σίγουρα, όμως, κάποιοι από τους χωρικούς, οι οποίοι είχαν γοητευθεί από τον Πάνο το προηγούμενο βράδυ, δεν ήταν καθόλου διατεθειμένοι να πιστέψουν τον Κοινοτάρχη. Ενοχλημένος εκείνος αποχώρησε, αφού απαίτησε να τελειώνουν γρήγορα με την αποτύπωση, διότι ο υπάλληλος έπρεπε να επιστρέψει στις δουλειές του στην Κοινότητα.
Αυτές οι γεωγραφικές εξορμήσεις του Πετεφρή, κατά πάσα πιθανότητα τις υποκινούσε η απωθημένη αγάπη του για την γενέθλιά του ύπαιθρο των Γιαννιτσών. Η τρυφερότητά του για τις μικρές κοινότητες που διέφευγαν ακόμη από τη νεύρωση της ανάπτυξης. Ίσως, βέβαια, επρόκειτο για κάποια προδρομική εκδοχή performative νομαδικής ανθρωπολογίας σε απάτητα τοπία, τα οποία δεν είχαν γίνει ακόμη, πριν την πρώτη εμφάνιση της τηλεόρασης στην αρχή των seventies,, παρανάλωμα του οικολογικού εξωτισμού. Ό,τι από αυτά και να ισχύει, είναι βέβαιο ότι ως αντίδωρο της κακουχίας αυτό το easy riding, τροφοδότησε με τοπία και χαρακτήρες όλη την κατοπινή εκρηκτική συγγραφική του παραγωγή.
Ένα ακόμη παράπλευρο κέρδος ήταν ότι πλούσιες σχέσεις, που είχε προλάβει ο Πετεφρής να συνάψει στη διάρκεια αυτών των εξορμήσεων, απέτρεψαν μια προσωπική του καταστροφή: τη δεύτερη απόρριψη της διπλωματικής του εργασίας και τη ματαίωση της αποφοίτησής του από τη Σχολή, λόγω μιας θυελλώδους σύγκρουσης με τον Καθηγητή, που επέβλεπε τη διπλωματική του. Θέμα της εργασίας ήταν μία υπερφιλόδοξη υπόθεση ιστορικής γεωγραφίας: η ταύτιση πάνω στην εικαζόμενη χάραξη του άξονα της Εγνατίας Οδού μεγάλου αριθμού σημερινών τοπίων, γεωγραφικών οροσήμων, πολισμάτων και πόλεων με βάση γεωγραφικές συσχετίσεις και στοιχεία, που ο Πάνος είχε αντλήσει από τις αρχαίες πηγές, Ο επιβλέπων καθηγητής βάδιζε προς την αίθουσα παρουσιάσεων με ύφος βλοσυρό και με διάθεση να ανακοινώσει την προχειρότητα αυτής της εργασίας και να εισηγηθεί την απόρριψή της, διότι είχε συνταχθεί χωρίς τη δική του επίνευση και καθοδήγηση. Μπαίνοντας, όμως στην αίθουσα έπεσε πάνω στη σκηνοθεσία του Πετεφρή: καθισμένοι στις τρεις πρώτες σειρές, όπως στις πρεμιέρες στο θέατρο, ήταν καθισμένα όλα τα επίσημα πρόσωπα, με τα οποία ο Πάνος είχε επικοινωνήσει και είχε κερδίσει την εκτίμησή τους στη διάρκεια των εξορμήσεών του στην ύπαιθρο: δήμαρχοι, κοινοτάρχες, ιερείς, έφοροι Αρχαιοτήτων, εκπαιδευτικοί. Στριμωγμένος ο καθηγητής και απρόθυμος να έρθει σε ρήξη με πολλούς από όσους αναγνώρισε μεταξύ των επισήμων, μετέστρεψε τη διάθεσή του και απήγγειλε το εγκώμιο της παρουσιαζόμενης εργασίας, δηλώνοντας υπερήφανος που έχει εκπονηθεί στην Έδρα του και δήλωσε υπερήφανος για το φαινόμενο του Πάνου Θεοδωρίδη. Ο καθηγητής είχε ηττηθεί. Μαζί ηττήθηκε και ο δυστυχής ασφαλίτης της Σχολής, ο οποίος παρέμεινε απόπληκτος και υποχρεωμένος να υφίσταται τους ύμνους που αναπέμπονταν προς ένα από τα πλέον ύποπτα στοιχεία του φοιτητικού σώματος, που ο ίδιος ήταν εντεταλμένος να παρακολουθεί.
Τρικυμία μέσα σε ένα ποτήρι, προφανώς. Ήταν, όμως, για εμάς ένας μεγάλος θρίαμβος. Αυτό το παιχνίδι είχε κερδηθεί, Είναι, βέβαια, ενδιαφέρον ότι όχι μόνον τον Πάνο, αλλά κανέναν μας δε μάς ενδιέφερε να κερδίζουμε. Μάς έθελγε μάλλον ο Woody Allen, παρά ο James Bond. Νομίζω ότι και τα κορίτσια προτιμούσαν τους losers.
Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ
Η σχεδόν καθημερινή συναναστροφή με τον Πάνο στη Σχολή, όπως και τα βράδια με τα ομαδικά παιχνίδια και τα τραγούδια, διακόπηκαν με την αποφοίτησή μας και τις αποκλίνουσες τροχιές που ακολουθήσαμε. Η πόλη είναι, βέβαια, μικρή, δύσκολο για κάποιον να χαθεί, Είχαμε σποραδικά βραχείες συναντήσεις στις νέες του θέσεις. Αρχικά στο πρώτο του Γραφείο υψηλών προσδοκιών, στην Αγγελάκη, αργότερα στην αποτύπωση της Αγίας Σοφίας, όταν μάς ανέβασε στον επικίνδυνο εξώστη στη βάση του τρούλλου. Τυχαία, στη λαβυρινθώδη ανασκαφή του καθηγητή Καμπίτογλου, στην Τορώνη της Σιθωνίας, όπου εμείς είχαμε βρεθεί για εναλλακτικές, τότε, ολιγοήμερες θερινές διακοπές. Κάποιο άλλο καλοκαιρινό βράδυ, αυτός με την Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, παίξαμε ξανά δικά του παιχνίδια πάνω στην άμμο, στην Άθυτο ή ένα άλλο ήσυχο βράδυ, δειπνήσαμε σε ένα από τα σπίτια τους στις ατέρμονες, όπως οι Αμερικάνοι, μετακομίσεις του, στην Παλαιών Πατρών Γερμανού. Εκεί είδα ζωγραφισμένα από τον ίδιο δύο έξοχα πορτρέτα της Αλεξάνδρας. Όμως αυτό ήταν όλο κι όλο. Σπουδάζοντας στο Λονδίνο είχα χάσει μεγάλες συγκινήσεις: τη συνεργασία του με το Γιάννη Μαρκόπουλο, την τρέλα του Δοξόμπους με το Φώτο Λαμπρινό, αλλά και τις Νεφέλες. Παρακολουθούσα, όμως, όσο προλάβαινα, και τότε και μέχρι το τέλος, τη λογοτεχνική του παραγωγή. Ένα ορυχείο γραφής.
Τίποτε, βέβαια, δεν προμήνυε την κοινή μας άφιξη σε ένα νέο άστρο, τον Πλανήτη της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας του 1997.
Η ασυνάρτητη πολιτική για τη διαχείριση της ανάδειξης της Θεσσαλονίκης σε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 1997 είχε οδηγήσει σε τρεις επάλληλες παραιτήσεις ισάριθμους Καλλιτεχνικούς Διευθυντές και η υπόθεση οδηγούνταν σε φιάσκο. Η επιλογή του Πετεφρή ως Καλλιτεχνικού Διευθυντή, οκτώ μόλις μήνες πριν την 1η Ιανουαρίου του 1997, είχε στοιχεία πολιτικής πονηρίας: η προβλεπόμενα, ή μάλλον, η ασφαλής αποτυχία θα χρεώνονταν στον Πάνο, δηλαδή σε κάποιον εκτός κομματικού φάσματος, κανείς πλην του Πάνου δε θα ευθύνονταν. Ο τολμητίας Πετεφρής αναδέχθηκε την πρόσκληση. Προφανώς δε θα σταθώ στα πολιτικά ή στα διαχειριστικά χαρακτηριστικά της ευδόκιμης θητείας του – στην ικανότητα που απροσδοκήτως επέδειξε ως δεινός manager να διαχειρίζεται ανθρώπινες σχέσεις, προϋπολογισμούς και κυρίως το χρόνο που έτρεχε.
Η πρώτη ιδιοφυής κίνησή του ήταν να συγκεντρώσει αμέσως γύρω του την υψηλής και αλληλέγγυας προσωπικής εμπιστοσύνης ευφυή φοιτητική λογοτεχνική του παρέα – Καλοκύρης, Σουλιώτης, Γκετς, μέχρι κι ο Χουλιάρας από Νέα Υόρκη ανταποκρίθηκε. Ίσως, διότι είναι η παρέα που φτιάχνει κυκλώματα και ιστορία. With a little help of his friends ― σε μια κίνηση αστραπή, οι διάσπαρτες προτάσεις για καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες αναδιατάχθηκαν σε κατηγορίες, συμπληρώθηκαν, μπήκαν σε ημερολογιακό Πρόγραμμα. Ως μέγιστη προσθήκη ανακαλώ τη μεγάλη ενότητα εκδηλώσεων για την ανάδειξη της Λογοτεχνίας της πόλης – παρουσιάσεις συγγραφέων, εκδόσεις, παιγνιώδεις performances, όπως η ανάγνωση ποιημάτων εντός αστικών λεωφορείων ή το «χασαπόχαρτο», με τυπωμένα ποιήματα, το οποίο διανεμήθηκε σε ταβέρνες της πόλης. Ορθά σε συνέντευξη τύπου ο Πετεφρής μίλησε εξαρχής για την πρώτη μεγαλύτερη, από την εποχή του Σικελιανού, προσπάθεια ανάδειξης της Λογοτεχνίας σε κεντρικό πεδίο αναγνώρισης του νεοελληνικού πολιτισμού. Επιπλέον, παρακάμπτοντας την εχθρική διάθεση όλων των τοπικών ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΡΤ, η Διεύθυνση Θεοδωρίδη απευθύνθηκε στην Κοινωνία των Πολιτών σε πρώτο πρόσωπο, με την έκδοση πέντε περιοδικών προβολής και επικοινωνίας σε διεύθυνση Καλοκύρη, όπως το Ενενήντα επτά, με οξυδερκείς, κοφτούς κάθε μήνα υποτίτλους και το Τάμαριξ με διευθυντή τον Γ. Σκαμπαρδώνη, καθώς και μια εκρηκτική πρωτοβουλία εκδόσεων με θεματική αναφορά την πόλη. Δε θα ήθελα να παρασιωπηθεί η τολμηρή έκδοση ενημερωτικών εντύπων, μικρού σχήματος εφημερίδων, σε Βαλκανικές γλώσσες, με ευθύνη των αντίστοιχων κοινοτήτων βαλκάνιων μεταναστών, που ζούσαν από τότε στη Θεσσαλονίκη. Το αρνητικό κλίμα για την Πολιτιστική άρχισε να μεταστρέφεται, πολλοί συγγραφείς και διανοούμενοι της πόλης άρχισαν να συνεργάζονται στα περιοδικά, ένα κύμα εκπρόθεσμων προτάσεων υπεβλήθη στην Πολιτιστική. Το ενδιαφέρον που πυροδότησε από την πρώτη στιγμή η διεύθυνση του Πετεφρή μπορούσε να μετρηθεί ακόμη και στον ενθουσιασμό και στο κλίμα χαράς που αιφνιδίως εγκαταστάθηκε μεταξύ των στελεχών του Οργανισμού. Το εργαστήριο Γραφιστικών που δούλευε εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο υπό τη διεύθυνση του Καλοκύρη σταθεροποίησε για την Πολιτιστική μια ελκυστική γραφιστική ταυτότητα. Το Διπλωμένο στα τρία Α3 Πρόγραμμα των δράσεων του ’97 ανά μήνα μοιράσθηκε ευρέως μέσα στο Μάιο του 1996 σε όλη την πόλη, αποστομώνοντας τους κακεντρεχείς, που έκαναν καριέρες στα ραδιόφωνα και στον τύπο, προεξοφλώντας την αποτυχία της Πολιτιστικής και γελοιοποίησε όσους σταδιοδρομούσαν ποντάροντας στη γελοιοποίησή της.
Η επίσημη έναρξη του Πολιτισμικού έτους έγινε στο ανακαινιζόμενο Μέγαρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, όπου εκφωνήθηκε η ανεπίληπτη μνημειώδης ομιλία του Πάνου, που δημιούργησε προσδοκίες και ρίγη αισιοδοξίας για όλα τα ευεργετικά που επήρχοντο για την πόλη.
Ο Πετεφρής είχε ανταποκριθεί σε μία πρόκληση γενιάς και την κέρδισε. Ήταν τότε 47 χρονών.
ΕΞΟΔΟΣ
Δεν τραύλιζε ο Πετεφρής, όπως τον θέλησαν οι άλλοι. Ο λόγος του υπήρξε ισοβίως ακμαίος, αισιόδοξος, αποκαλυπτικός και εγερτήριος. Και καταστροφικός. Και, ακριβώς γι’ αυτό, καταλύτης αναδημιουργίας. Προς τον Χρήστο Λαμπράκη, ο οποίος κάποια στιγμή τον προσέγγισε, ο Πάνος παρέδωσε την αυτοεικόνα του με οξύτερες λέξεις: «εγώ είμαι ένας δευτεροκλασάτος»,
Ποιο είναι άραγε το μετείκασμα που συγκρατιέται από τη διέλευση του Πετεφρή; Που βρίσκεται ένα κομμάτι αληθινής ιστορίας, ένα θαύμα από το οποίο θα αντλούν οι κατοπινοί του φίλοι; Τί, άραγε, άκουσαν στο Βόλο από τον Πετεφρή οι φοιτητές Αρχιτεκτονικής, προς τους οποίους απευθύνθηκε σκιτσάροντας στον πίνακα, ως βιρτουόζος, αξονομετρικά βυζαντινών νερόμυλων ή διαβάζοντας ένα παλαιότερο δικό του κείμενο, την «αναφορά του 2049 μ.Χ. για την ανασκαφή σε βενζινάδικο», ή εξηγώντας την αριθμητική των «300 του Λεωνίδα»; Ποιες όψεις του από την πολύπτυχη ταυτότητά του εξέθεσε: ανασκαφέας, αποτυπωτής, μεσαιωνολόγος, ιστορικός γεωγράφος, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός, ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, εικαστικός, καλός σχεδιαστής, μουσικός, ευρυμαθής αφηγητής;
Σε μια τόσο κοντινή στην αναχώρησή του στιγμή, δεν ξέρω αν τον τιμά να του αναγνωρισθεί ότι υπήρξε ένας «πολυτάλαντος αναγεννησιακός άνθρωπος» ή ένας «πρόχειρος διανοούμενος», όπως ό ίδιος, προβοκάροντας, συνήθιζε να αυτοχαρακτηρίζεται. Η δική μου τάξη στην Αρχιτεκτονική, ή για να το περιορίσω, η πιο στενή μας παρέα, εκτός από την γνωριμία μας με πράγματα οικεία σ’ αυτόν που εκινείτο σε ένα σύμπαν συμβόλων, του οφείλουμε, κυρίως, μια αποκαλυπτική ροπή προς την παράδοξη εξήγηση τού κόσμου, εκρηκτικές συγκινήσεις, έναν αδιάπτωτο αναγεννητικό ενθουσιασμό για ωραία διαβάσματα, κυρίως στις δύσκολες στιγμές, για το απελευθερωτικό παιχνίδι. Πρωτίστως: το ότι υπήρξε ανυπέρβλητος καταλύτης συλλογικότητας,
Αίφνης συνειδητοποιώ ότι αυτά που μπόρεσα και θέλησα και θέλω να πω για τον Πάνο Θεοδωρίδη ανάγονται σε ένα παράδοξο, ως προς εμένα, καθεστώς αλήθειας. Δεν πρόκειται δηλαδή, οπωσδήποτε, για συμβάντα που ζήσαμε μαζί στις διάφορες στιγμές της ζωής μας, όταν έτυχε να συναντηθούμε, για κοινές, ας πούμε, εμπειρίες, κοινές προσπάθειες, επιτυχίες ή φιάσκο, για κορυφαίες από κοινού συγκινήσεις, αγωνίες, στενοχώριες ή κοινές χαρές αλλά για όλα αυτά τα σπουδαία ή τα ασήμαντα, ανακατεμένα όμως με φαντασιώσεις, με ψευδαισθήσεις, με εικαζόμενα τολμήματα και διακινδυνεύσεις και, κυρίως, με γεγονότα, που υπάρχουν, κάποτε ή κυρίως, μέσω δικών μας αφηγήσεων, για πράγματα που δεν έχουν αντικειμενικά συμβεί ή δεν έχουν συμβεί έτσι, αλλά, ωστόσο, μάς έχουν μετά βεβαιότητος συμβεί, μιλούσαμε και μιλάμε γι’ αυτά και, κατά συνέπεια, μάς έχουν διαμορφώσει.
Ιδού ένα παράδειγμα, που κάπως ταιριάζει με την τρέχουσα στιγμή, την πρόσφατη αναχώρησή του Πάνου. Θα διηγηθώ ένα σύγχρονό μας ταφικό έθιμο: την εκφορά του νεκρού, δηλαδή την τελετή αποχαιρετισμού του νεκρού, μιας κηδείας, όπως συμπτωματικά την παρακολούθησαν στην Αλεξάνδρεια, στην Αίγυπτο, ο Πάνος, όπου, μαζί με τον ισόβιο φίλο και συμμαθητή μας Σταμάτη Χονδρογιάννη, είχαν εργασθεί για κάποια περίοδο ως ανασκαφείς. Σε άλλη περίσταση θα μπορούσα μέσα στην αφήγηση να εμφανίσω και τον εαυτό μου ως αυτόπτη, ακριβώς για να καταστήσω την περιγραφή εναργέστερη. Τώρα απλώς μεταφέρω το περιστατικό ως τρίτος, όπως μού το αφηγήθηκαν, οπωσδήποτε πτωχότερο ως προς την ένταση του παραξενίσματος, εφόσον είναι κάτι που εγώ δεν το είδα με τα μάτια μου. Ωσεί παρών, όμως, διότι το έχω επανειλημμένως ακούσει, δικαιούμαι να το αναπαραγάγω, αν και, ομολογώ ότι μού φαίνεται πως, αφηγούμενός το, ξαναζώ κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν έχω ζήσει παρά μόνο ως αφήγημα. Το φέρετρο, λοιπόν, εξήλθε από την είσοδο της μικρής κατοικίας και τοποθετήθηκε στη νεκροφόρο, η οποία άρχισε να κινείται στην κατεύθυνση του Νεκροταφείου. Ο Πάνος με τον Σταμάτη μπερδεύτηκαν στη μικρή πομπή των πενθούντων και ακολουθούσαν για αρκετήν ώρα, όταν, με έκπληξή τους, αντιλήφθηκαν ότι, επειδή η νεκροφόρα αύξανε, στην αρχή ανεπαίσθητα, την ταχύτητά της, ώφειλαν και αυτοί να επιταχύνουν το βηματισμό τους. Ώσπου, κάποια στιγμή, όταν μάλιστα είχαν εισέλθει σε ένα χωματόδρομο, σε ένα τοπίο εκτός του οικισμού, η νεκροφόρα είχε γκαζώσει για τα καλά, σε βαθμό που υποχρέωνε την νεκρώσιμη πομπή των συγγενών και των φίλων να βηματίζει ταχύτερα και εν συνεχεία να τρέχει για να προλάβει τη μεταφορά του νεκρού με το αυτοκίνητο, το οποίο στην επόμενη φάση απομακρύνθηκε και αποκόπηκε από την πομπή και χάθηκε μακριά, αφήνοντας πίσω του έναν κουρνιαχτό, ένα σύννεφο κίτρινης πυκνής σκόνης που το κατέστησε αόρατο – ούτως ώστε η ψυχή, ησυχασμένη και απηλλαγμένη από τις εγκόσμιες εξαρτήσεις της, να παραδοθεί στην επικράτεια του αλλού.