Χάρτης 75 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-75/klimakes/i-petra
Και τι είναι εκείνο που γυρνά τον κόσμο ανάποδα και κάτι τον κάνει; Τι χαλαρώνει τους αρμούς, λύνει τους κόμπους και τραβά το ρούχο να φανερωθεί το αγαπημένο σώμα, τι παραδίδει σε παλάμες που προσεύχονταν των ψαύσεων την ακριβή θερμοκρασία, την απαλότητα, τον μετεωρισμό της εορτής που στα σαλόνια των καλών αστών ήταν από αιώνες απαγορευμένη; Πώς γίνεται η ζωή ζωή κι όχι λεζάντα στον χορό των άλλων, που ‘λεγε κάποτε ο Διονυσίου, τότε που τα γαλόνια σου τα μάζευες κατά πώς στέκοσουν στο πάλκο κι έβλεπες τους νοικοκυραίους να μεθάνε από ωραία στέρηση καίγοντας ένα φυλλαράκι φιλότιμο; Τι ήχο να ‘χει αυτό το τελευταίο ρούχο σου την ώρα που γλιστρά στο πάτωμα και οι καταπακτές των Ηλυσίων φέγγουν ανοιχτές κάτω απ’ τα πόδια της ψυχής;
Κλότσαγε την πέτρα του απ’ τη μια άκρη της πλατείας ως την άλλη, κι εκεί με λίγο φάλτσο την έστηνε στην αφετηρία της ασφάλτου που ανοιγόταν δυτικά. Από εκεί την έσπρωχνε με επιμονή και άλλαζε πλευρές να μην την χάσει, διαπερνώντας με υπεροψία τυφλού, με την αδιασάλευτη προτεραιότητά του, τα αυτοκίνητα και τα κάρα, αναλαμβάνοντας το ρίσκο της ωραίας πράξης, τον σίγουρο μετεωρισμό πάνω απ’ τον θάνατο, ώσπου καμιά φορά να φτάσει περπατώντας έξω από το σπίτι τους. Εκεί την άφηνε για άλλη ώρα ή την ξέχναγε για μέρες, πάντα όμως την αναγνώριζε όταν κοιτούσε αφηρημένος, γνώριζε τη μορφή, τη λίγη καμπυλότητα, το μέγεθός της και το βάρος της, όχι πολύ, μη λιώνουν τα καθημερνά παπούτσια παραπάνω από το νόμιμο, ούτε και λίγο, τόσο ακριβώς που να μπορείς να τηνε κουμαντάρεις, είχε το βάρος που την έκανε πειθήνια, εκείνη την μοναδική κι υπέροχα υπάκουη στις προθέσεις πέτρα του. Τέτοια ευρήματα μαζεύονταν σωρός έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού, κι η μάνα του αναρωτιόταν. Εκείνος όμως είχε σχέδιο, σχέδιο που, ασφαλώς, ούτε κατά διάνοια γνώριζε.
Στο σχολείο τα πράγματα πήγαιναν καλά, όλοι ευχαριστημένοι ήτανε, καλοί βαθμοί, διαγωγή η πρέπουσα, φιλίες δίχως μείζονες εξάρσεις αλλά και με την κρυφή τους τη θερμοκρασία, κάποιον αγάπαγες, κάποιον κορόιδευες, κανείς δεν έμενε στο απυρόβλητο, κι οι πόζες των εξακολουθητικά επίδοξων ενηλίκων στήνανε έπη Μεγαλέξανδρων μέσα στη φτώχεια της γειτονιάς, όλα αισίως έβαιναν και ο καιρός περνούσε. Εκεί, στη γωνιά του θεάτρου, καθόταν μόνος του ο αδικημένος και ιχνογραφούσε τον δικό του ουρανό.
Αλλά πώς να μιλήσει για εκείνον; Η γλώσσα του φτωχή, δεν είχε ρίζα στα γράμματα, κάπως να συνταιριάξει τις συλλαβές, ας ήταν και ψεύτικες, ας ήταν μισερές οι αλήθειες που τυλίγανε μες στο αραχνοΰφαντό τους ρούχο, δεν ήξερε του κόσμου ακόμα τη σιδερωμένη όψη, εκείνη που άρθρωνε τη ζωή με στρογγυλές κουβέντες, φρόνιμα ορθογραφημένες, τίμιες όπως η γυναίκα του Καίσαρα, όχι παραπάνω, ούτε λιγότερο, και δεν το ήξερε πόσο αυτοκρατορικά, πόσο σπουδαία τυχερός υπήρξε που έτσι είχανε τα πράγματα, πόσο ευνοημένος ήτανε που τίποτα απ’ αυτά δεν καταλάβαινε. Μελαγχολούσε μόνο κάποτε, γιατί το μόνο που του μίλαγε μέσα στον χρόνο με σταράτα λόγια ήτανε αυτή η πέτρα που τα μεσημέρια κλώτσαγε απ’ το σχολειό στο σπίτι, διαπλέοντας όπως ουράνιος υπνοβάτης τη λίμνη της σιωπής καλών ανθρώπων, που όμως είχαν τα δικά τους βάρη για να τους βαραίνουνε. Κι ήτανε τώρα οι πέτρες σωρός σε μια γωνιά, να τις διαβάσει μία-μία σ’ ένα μέλλον του, μήπως κι αποκαλύψουν ποιο κομμάτι σάρκας, ποιας ψυχής αποκαΐδι ήταν που πιο πολύ πονούσε μέσα του, σ’ εκείνη την παράξενη ηλικία που όλα σου ανήκουνε κι όλα σου τα ‘χουνε για πάντα κλέψει.
Όμως ο ήλιος ζέσταινε ακόμα τους χειμώνες του, η θάλασσα ψιθύριζε κουβέντες γαλανές μέσα στα καλοκαίρια του, στον τρύγο τα εσώρουχα των κοριτσιών που ξεθαρρεύαν και γλιστρούσαν ιδρωμένα έξω από τις φούστες τον υπνώτιζαν, στα διαλείμματα οι συμμαθήτριες πηδούσαν με εξαίσια αναίδεια πάνω απ’ το τεντωμένο λάστιχο, κι ο κόσμος τραγουδούσε με τον πιο βουβό του τρόπο, μάζευε θησαυρούς ακατανόητου σε μία της ζωής του άκρη, να ‘χει στο μέλλον να φυλλομετρά. Κι αυτό το μέλλον ήταν μακρινό, οι δρόμοι στρίβανε και χάνονταν πίσω από άγνωστα βουνά, σκαρφάλωναν τις χιονισμένες κορυφές κι εξαϋλώνονταν επίμονα και μυστηριακά, μακριά απ’ τον επίσημό τους χρόνο, που κύλαγε νηφάλιος και αξιοπρεπής σαν δημογέροντας μες στα οχτώ όλα κι όλα ρολόγια του σπιτιού, και μες στο ένα που ήταν τυλιγμένο γύρω από το χέρι του, και που αυτός το άφηνε ξεκούρδιστο κάπως για να παρανομεί, να καμουφλάρει πίσω από ξένες εντολές τη χάρτινή του πυροβολαρχία, μια σπίθα ζωντανή μέσα στα κατεδαφισμένα σχέδια των ενηλίκων, μια σπίθα που εγκυμονούσε τη μεγάλη πυρκαγιά που θα ερχόταν. Κι οι πέτρες κύλαγαν τα μεσημέρια προς τη δύση του, χτίζοντας πίσω απ’ τον λαβύρινθο εκείνης της χορογραφίας το ιδιωτικό ανάκτορο, την αινιγματική κουβέντα που χειρονομούσε σαν νευρόσπαστο μπροστά σε σφαλισμένα βλέφαρα, μιλούσε σε μια γλώσσα μητρική πριν τη μητέρα, γλώσσα μιας μακρινής μα τυλιγμένης πάνω του σαν σιαμαίος αδερφός πατρίδας. Ο χρόνος ήταν ήδη άλλος αλλά δεν τον γνώριζε.
Μες στα δωμάτια του σπιτιού, δωμάτια μικρά κι ανεξερεύνητα, ο χρόνος στέκονταν ακίνητος κι ανέπνεε σε άλλους κόσμους, όπως το ζυμάρι της μάνας του στη μια γωνιά του τραπεζιού, κι όπως ο σωρός οι πέτρες πλάι στην εξώπορτα. Κάθε δωμάτιο θα είχε τον δικό του χρόνο, χρόνο κυρίαρχο, μια πόλη-κράτος με δικό της βασιλιά, Βατικανό δίχως τον Άγιο Πέτρο του και στρατιώτες να φυλάνε το αλάθητο του πάπα.
―Ο χρόνος στο υπνοδωμάτιο, με τις εξαίσιες του σώματος εξεγέρσεις, τους μετατονισμούς ενός νεογέννητου αισθησιασμού όσο η συνείδηση του ψεύδους της αμαρτίας που μόλις είχε μπουσουλίσει ανάμεσα στα έπιπλα και στα σεντόνια των γονιών του και περίμενε.
―Ο χρόνος στην τραπεζαρία, με τις ατελείωτες από τον έξω κόσμο διηγήσεις, το κρασί του πατέρα του και τα πειράγματα του αδερφού του, τον πολιορκητικό κριό της ασυνεννοησίας να χτυπά τις αμπαρωμένες πύλες, άγουρος στρατός, να κυριεύσει της αγάπης τα αμίλητα.
―Ο χρόνος στο σαλόνι, με τις κλειστές του πόρτες, έτοιμες να ανοίξουν στις γιορτές, με συγγενείς και φίλους, κι όλο το σαν αεράκι ανοιξιάτικο γλίστρημα της ζωής μέσα στην τρυφερότητα, που δεν την έλεγες να μην την πάρει η στιγμή, μα την κουβάλαγες από ανάσα σε ανάσα, στήθος με στήθος, και την άφηνες, ευχή να κανακεύει ολονών τις θλίψεις.
―Ο χρόνος στην κουζίνα με τις μυρωδιές της μάνας του να τραγουδάνε τον δικό τους γιορτινό σκοπό, και τις κλεμμένες γεύσεις από φαγητά που ακόμα δεν μαγειρευτήκανε, να πλημυρίζουν τα σεντούκια ενός μέλλοντος που διάβαζε τον κόσμο με κλεισμένα μάτια.
―Ο χρόνος στο καθιστικό, με τον πατέρα του μέσα στης Κυριακής το ρούχο εγκατεστημένο, να αρθρώνει με συγκίνηση, όπως ζεστά καρβέλια τραβηγμένα έξω απ’ το φουρνάκι της ψυχής του, κομμάτια σώμα από έναν Καπετάν Μιχάλη κι από έναν Χριστό που ξανασταυρώνεται, με μια συνεσταλμένη αρρενωπότητα, με έναν λυρισμό αποσιωπημένο, αυτός που απ’ αυτά τα πράγματα δεν ήξερε μα ήξερε, και να σκουπίζει τα γυαλιά, κι η στάχτη του τσιγάρου να γλιστράει σαν συγγνώμη ανάμεσα στα σεμεδάκια και πάνω στα απαστράπτοντα μωσαϊκά, και πάνω στα χαλιά, δίπλα στη σόμπα πετρελαίου με τις οφτές πατάτες για ρακή και για χορτάτα μάτια.
―Ο χρόνος στο μικρό περβόλι και ο χρόνος έξω στη βεράντα, που κοίταγε στο δρόμο και χαιρέταγε κάθε περαστικό, και που είχε σ’ όλες τις καλές της μέρες κόσμο, και κέρναγε ο παππούς λουμπίνια Καθαροδευτεριάτικα και αγκινάρες τους ανθρώπους, κι ελιές από το λιόφυτο και κουκιά χλωρά, κι οι αετοί καμάρωναν από ψηλά τα νιάνιαρα να ψηλώνουνε, γιατί και ο παράδεισος κρατούσε ακόμα ανοιχτά τα παραπόρτια του στον κόσμο για να μπαινοβγαίνει η απαντοχή.
Τίποτα για να πει αυτός δεν ήξερε για κείνα. Μες στην αφηρημάδα του ξεκίναγε κουβεντολόι με τον Άγγελο που κάθε τόσο τον επισκεπτότανε, με τα φτερά να ανακατεύουν τα ανακατεμένα, και του χαμογελούσε κάτω απ’ το μικρό κρεβάτι του κρυμμένος, και το ‘ξερε το σώμα του ότι η κούραση που τον κυρίευε τα πρωινά ήταν το άγος της φτερούγας που όλη νύχτα φύσαγε μέσα στο όνειρο, να μην ξεχάσει ό,τι δεν ήταν για να ξεχαστεί. Κι ο Άγγελος χαμογελούσε μέσα στις μεγάλες ώρες του κι εκείνος μέρα τη μέρα γινόταν άντρας. Τώρα κι αυτός όλο πιο αραιά φανερωνότανε.
Λένε ότι ο κόσμος όταν μεγαλώνεις συμπυκνώνεται. Κι ο χρόνος πήζει για να θεμελιώσει το αδιανόητο, την υποψία ότι βηματίζεις καταπάνω στον γκρεμό, στο όριο, σε μια αφετηρία και σε ένα τέλος δίχως όνομα, κι ας λένε. Και ήταν τώρα αυτή η υποψία που όλο πιο συχνά τον επισκεπτόταν. Ώσπου μια μέρα θυμήθηκε πως ο δικός του χρόνος ήταν απ’ τα γεννοφάσκια του φυλακισμένος σε μια ελάχιστη του κόσμου τελεία, χρόνος που εγκυμονούσε υποσχέσεις, χρόνος σαν πέτρα εχέμυθη και χρόνος όπως συνοφρυωμένος ουρανός πριν απ’ την καταιγίδα. Με τον καιρό, και μες στης κάθε μέρας του τα αφανή, η καταιγίδα αποκοιμήθηκε, τα φοβερά της άρματα ξαπόστασαν αποσυναρμολογημένα, τα νέφη του πολέμου καταλάγιασαν κι έμοιαζε πάλι η ζωή ανίκητη. Ύστερα ήρθαν οι λιακάδες και χρυσίσανε τους φόβους του, και κάποια μέρα ο φρουρός γύρισε απ’ το άλλο πλευρό κι αποκοιμήθηκε.
Ας είναι, ο καθένας πλέκει τα φορέματά του κατά πώς ξέρει και κατά πώς μπορεί, και προγυμνάζει τον οικόσιτό του πόρφυρα που σαν ενηλικιωθεί θα τον κατασπαράξει. Έτσι κι αυτός, ενήλικας πλέον, γευόταν έναν χρόνο αδιαπέραστο, όπως στις πρώτες τρυφερές του μέρες, χρόνο που ετούτη τη φορά φιλοξενούσε ένα απαρηγόρητο Άφοβο. Ο Άγγελος μιλούσε τώρα κατευθείαν στην ψυχή του, κι ανάμεσα σε άλλα ένα πρωί του εμπιστεύθηκε πως δώρο τού παιδιού υπήρξε η προκαταβολή των παραδείσων που στο πρώτο σκαλοπάτι της ζωής προσφέρθηκαν, το λαμπερό ψιλόβροχο αυτής της δίχως όρια μετεωρολογίας. Και δώρο του ενήλικα ήτανε τώρα αυτή η όχι δίχως τόλμη αποκάλυψη, ότι εκείνοι οι παράδεισοι ήταν οι μόνοι αληθινοί.
Έφευγε τώρα περπατώντας πάνω στην φρεσκοσιδερωμένη άσφαλτο, κλοτσώντας την παλιά του πέτρα μέσα στο ποτάμι των ανθρώπων, αναμασώντας συλλαβές της νέας του αποκάλυψης. Να συμπληρώσω μόνο πως η πέτρα αυτή ήταν του περιπατητή εκείνου μοναχού το ουράνιο κομποσκοίνι. Κάθε κλοτσιά μια προσευχή, κάθε μικρό της αναπήδημα και λίγα μέτρα πιο κοντά στον έναν αμοντάριστο παράδεισο που κάποτε του είχε κληρωθεί. Κι ο μοναχός χτυπούσε γιορτινά τα σήμαντρα, κι εκείνος προχωρούσε ακατάβλητος, κοιτάζοντας κατάματα τη δύση μιας ζωής που τώρα ήταν φανερό πως δεν θα τέλειωνε εδώ.
16/2/25