Χάρτης 75 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-75/poiisi-kai-pezografia/paros
Την ξανάδα μετά από δεκατρία χρόνια. «Δεν είναι πολλά», ψέλλισε κάπως διστακτικά, γιατί το βλέμμα μου έλεγε «δεν είναι αρκετά». Είχαμε αποχαιρετήσει το πάθος μας στο λιμάνι της Πάρου, σε μια από αυτές τις προβλήτες που στην Ελλάδα αποκαλούμε λιμάνια. Είχαμε αποχαιρετιστεί με τον πόθο μπλεγμένο ακόμα και στην αγανάκτηση και δεν ξαναϊδωθήκαμε ούτε τυχαία. Δυο προάστια παραδίπλα έμενε, στους πρόποδες του ίδιου γήλοφου, δεν ήταν δα και κανένα ταξίδι – μα δεν ανταμώσαμε ούτε μια φορά, ποτέ δεν πήραμε το ίδιο μετρό, ούτε τηλέφωνο στα γενέθλια. Εγώ γύρισα Πειραιά, εκείνη πήγε με τον Αμαντέους στην Ίο για να μην κλείσει έτσι δυσάρεστα το καλοκαίρι. Μετά δεν ξέρω.
Πήρε τηλέφωνο να μου πει «κάτι που για μένα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου», έτσι δικαιολόγησε την κλήση. Ήταν λαχανιασμένη. Ο Σίμος, ο σύζυγός της, όπως το έθεσε μια και καλή, ήταν σε συνέδριο ρευματολογίας στη Χαϊδελβέργη. «Δεν ξέρει ότι παίρνω». «Δεν καταλαβαίνω», της λέω. «Είναι η καλύτερη ιατρική της Ευρώπης και τώρα την άνοιξη είναι τι να σου λέω», είπε αναβάλλοντας λίγο το ζήτημα ζωής και θανάτου. Ήταν ο Αμαντέους που είχε κάτι. Πάντως είχε ξαπλώσει και δεν σηκωνόταν. «Κάτι έχει, σου λέω, έλα γρήγορα να τον πάμε κάπου». «Τώρα; Είναι τρεις τη νύχτα… Τον πάμε το πρωί».
Έκανα ντους και πήγα στις εννιά. Με περίμενε αναμαλλιασμένη κι άβαφη στον δρόμο. Φορούσε τη ρόμπα του Σίμου, υποθέτω. Και τις παντόφλες του. Δεν γυρεύει κάτι, σκέφτηκα. Είχε πρησμένα άυπνα μάτια. «Τι έγινε;» της λέω. Δεν είπε τίποτα. Μπήκαμε και μου έφτιαξε καφέ. «Πού είναι ο Αμαντέους;» κάνω. Στον καναπέ του σαλονιού, που κοκκίνιζε τη γωνιά ως το παράθυρο, δεν ήταν. Πήγα στο υπνοδωμάτιο όπου του άρεσε να κοιμάται παλιά. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο, πάνω απ’ το πάπλωμα το ίδιο κάλυμμα από μουσελίνα, η μαξιλαροθήκη γυάλιζε σαν ξύλινη στο φως του πορτατίφ. Απ’ το βάζο στο κομοδίνο απλωνόταν ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. «Πού είναι;» την ξαναρωτάω.
Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και τον βρήκα. Ήταν κουλουριασμένος στην κούνια και κοιμόταν. «Τον έβγαλα να πάρει αέρα», είπε από πίσω μου. Πήγα κοντά, τον ακούμπησα και κατάλαβα. «Ήταν μεγάλος», προσπάθησα να εξηγήσω, «ήταν πολύ μεγάλος πια».
Ήθελε να ρίξουμε και τα τριαντάφυλλα στον λάκκο. «Μα είναι ψεύτικα», της λέω. Ρίξαμε κάτι παπαρούνες που γέρναν ξεθωριασμένα σ’ έναν φράχτη απέναντι, κι από πάνω κοκκινόχωμα απ’ τα σακιά στο αποθηκάκι. Απλωνόταν απαλά και χρωμάτιζε το πάλλευκο τρίχωμα. Αυτοσχεδίασα μια προσευχή ή επικήδειο. Αναφέρθηκα στην Πάρο, στις παραλίες. Χους εις χουν. Εκείνη δεν είπε τίποτα, ούτε έκλαιγε. Στεκόταν άδεια. Η στάθμη του χώματος ανέβηκε και ξεχείλισε τον λάκκο. Δεν τόλμησα να το πατήσω. Στον Σίμο θα ’λεγε πως τον κράτησε ο γιατρός. Πως του ’δωσε κάτι να μην υποφέρει. «Δεν θέλω να υποφέρει», είπε. Φεύγοντας μου ’δωσε ένα φιλί στο στόμα. Ήταν κάτι εντελώς φυσικό, ή αφύσικο, μα δεν μου θύμισε τα παλιά. Ένα ευχαριστώ χωρίς υπονοούμενο, χωρίς το ηλιοβασίλεμα. «Σκέφτεσαι ακόμα την Πάρο;» με ρώτησε. «Εκεί θα πάμε φέτος», πρόσθεσε, και καθώς έμπαινα στο αυτοκίνητο, «θα πάρω και τον Αμαντέους».