Χάρτης 75 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-75/poiisi-kai-pezografia/adieu
Κάθεται στο παγκάκι, κάτω από το άρρωστο αρμυρίκι, στην ξύλινη σανίδα του είναι ακόμη χαραγμένα Σ+Λ+Ι+Μ+Κ=B.F.F.E. Ακουμπά την πλάτη της πάνω στα γράμματα, επιστρέφει σε εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα, η Κ. είχε την ιδέα, η Μ. συμφώνησε πρώτη, ο Σ. έφερε τον σουγιά και ξεκίνησε να χαράσσει τα γράμματα, τα ροκάνισε το αλάτι, ξεθώριασαν πια, διαφορετικά ονόματα, φράσεις και προσθέσεις γραμμάτων ξεφύτρωσαν δίπλα τους, μα τα αρχικά τους παραμένουν στη θέση τους ακόμα κι αν οι ίδιοι σκόρπισαν. Εκείνη φίλησε τον Σ. για τελευταία φορά πριν δεκατρία χρόνια, τρεις μήνες και μια μέρα, με τη Μ. σταμάτησαν να μιλάνε μόλις πέρασαν στο πανεπιστήμιο, η Κ. μετακόμισε με την οικογένειά της δύο καλοκαίρια μετά από εκείνο το απόγευμα, δεν την ξανάδε, η Ι. παρέμενε διπλανή της στο θρανίο, συνήθιζε να γράφει χαρτάκια, Αν βαριέσαι τη Θρησκευτικού και θες να κάνουμε κοπάνα κύκλωσε το ΝΑΙ και τα μοίραζε στα πίσω θρανία. Εκείνη ποτέ δεν έκανε κοπάνα, σφηνωμένη στην καρέκλα με τα πράσινα, σιδερένια πόδια γέμιζε το μυαλό της με κατηχήσεις και προσευχές, κανόνες συντακτικού και κλίσης ρημάτων πεθαμένων γλωσσών, τις ιστορίες ανόδου και πτώσης τόσων και τόσων αυτοκρατοριών, τους επαναστάτες του ’21, τις γυναίκες της Πίνδου, το Πυθαγόρειο Θεώρημα, το Νεύτωνα με τα μήλα στο κεφάλι, το C για τον Άνθρακα, το F για το Φθόριο, τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Σοβιετικής Ένωσης, άχρηστα τώρα όπως κι όλη εκείνη η ξεχασμένη γνώση που παρελαύνει πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα όση ώρα είναι καθισμένη στο παγκάκι κάτω από το άρρωστο αρμυρίκι που αρνείται πεισματικά να ξεραθεί και θα ζήσει περισσότερο από την ίδια.
Ακούει το σφύριγμα του αέρα και τον παφλασμό των κυμάτων πάνω στα βότσαλα, ο παππούς κι η γιαγιά επιστρέφουν καθισμένοι στο γκρι Volkswagen του ’79 με τα γδαρμένα πίσω καθίσματα - η εξάτμισή του έτριζε σαν πάταγες το φρένο-, μαζί τους η θεία με τα παράξενα σκουλαρίκια να κρέμονται από τα αυτιά της, άλλα κοσμήματα δεν είχε, μονάχα τα σκουλαρίκια ―πότε έμοιαζαν με πεταλούδες, πότε μιμούνταν σπουργίτια― ούτε δαχτυλίδια, ούτε βέρα, δεν παντρεύτηκε ποτέ κι ας ήταν η πιο όμορφη από όλες τις αδερφές της μητέρας, κάθε φορά που η συζήτηση γυρνούσε γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα η γιαγιά έσκυβε και ψέλλιζε τι να κάνουμε κι ο οίκτος ανάβλυζε στις κόρες των ματιών της, ίδιος με εκείνον που ζωγραφίστηκε στα μάτια του Διευθυντή, φυσικά και μπορείς να λείπεις όσες μέρες τη βδομάδα χρειαστεί για τις θεραπείες σου, μην σε νοιάζει δεν θα τις χρεωθείς σαν άδειες, της είχε πει καθισμένος πίσω από το φορτωμένο με φακέλους γραφείο του, οκτώ μήνες πριν. Στο παράθυρο πίσω από την πλάτη του ο ήλιος είχε ξεμυτίσει πρώτη φορά έπειτα από δυο βδομάδες με συνεχόμενη βροχή, οι συνάδελφοί της είχαν βγει να καπνίσουν στον ακάλυπτο, εκείνη δεν ακολούθησε, με πόσο καρκίνο ακόμη να γέμιζε τον οργανισμό της, γύρισε στο γραφείο της, κάθισε στην καρέκλα με το χαλασμένο δεξί ροδάκι. Έξι μήνες πριν, καθισμένη στην ίδια καρέκλα, είχε αναρωτηθεί αν της άρεσε πραγματικά η δουλειά της, αν ήθελε να βρίσκεται καθηλωμένη σε εκείνη την καρέκλα για οκτώ ώρες επί πέντε ημέρες την εβδομάδα για τα επόμενα χρόνια ώσπου να πάρει σύνταξη. Όχι σύνταξη, ούτε τα τεσσαρακοστά έκτα γενέθλιά της δεν θα προλάβει να γιορτάσει. Ίσως καλύτερα, δεν της άρεσαν τα γενέθλια. Η απέχθειά της ξεκίνησε όταν έκλεινε τα εφτά, η μητέρα επέμενε να φτιάξει μόνη της τούρτα Black Forest, όλες οι φίλες της είχαν ξετρελαθεί με το νέο γλυκό, τελικά δεν της πέτυχε η σαντιγί, έβαλε παραπάνω γάλα, η τούρτα κατέληξε στην σακούλα σκουπιδιών κι εκείνη έσβησε πρώτη φορά πάστα φλώρα με μαρμελάδα σύκο, από τότε και μέχρι τα δεκαεννιά πάντα πάστα φλώρα έσβηνε, πότε με μαρμελάδα πορτοκάλι, πότε με μαρμελάδα κεράσι. Εκείνος της έφερε πρώτη φορά μετά από αιώνες τούρτα σοκολάτα όταν έκλεισαν ένα χρόνο μαζί, και κάθε επόμενη επέτειο άλλη μία τούρτα, στη δέκατη θα σβήσουμε τριώροφη, της είχε πει πριν γευτεί σοκολάτα από τα χείλη του. Ποιος ξέρει, ίσως πάσχιζε να την αποζημιώσει για όλες εκείνες τις τούρτες που πήγαν χαμένες, σιγοτραγουδά όπως η γιαγιά της ― μια ζωή λάτρευε να ανασταίνει τη Βέμπο με τα μουρμουρητά και τα σφυρίγματά της. Άλλη τούρτα δεν θα υπάρξει, μήτε σε χείλη μήτε σε σακούλα σκουπιδιών, δέκατη επέτειο δεν θα προφτάσουν να γιορτάσουν, μόνο την έκτη πρόλαβαν, έξι χρόνια και κάτι μήνες από εκείνο το πάρτι. Η φίλη της επέμενε να πάνε, εκείνη δεν ήθελε, δεν γνώριζε κανέναν, όλο το βράδυ καθόταν με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι δίπλα από το μπουφέ και έβρεχε τα χείλη της ώσπου εκείνος την πλησίασε κι άρχισε να την ρωτά για τον καιρό. Δεν είχε φανταστεί ως τότε πως θα κατέληγε στο κρεβάτι κάποιου που έσπασε τον πάγο με τη φράση μας έχει πεθάνει η κουφόβραση. Καλύτερα να μας πεθάνει η κουφόβραση παρά ο καρκίνος, στάθηκαν οι λέξεις στην άκρη των χειλιών της σήμερα το πρωί όταν τη χαιρέτησε πριν φύγει, μα τις κατάπιε. Μόλις γυρίσει από τη δουλειά του θα βρει ένα χαρτί. Δεν θέλει να τον φανταστεί να διαβάζει εκείνη την παράγραφο.
Ανοίγει τα βλέφαρά της, η παραλία που πέρασε τα πρώτα δεκαοχτώ χρόνια της ζωής της, χτίζοντας κάστρα από άμμο και παίζοντας βόλεϊ μοιάζει σήμερα άγνωστη, τυλιγμένη στη γκρίζα άχλη του Νοέμβρη, κανένα τζιτζίκι δεν κρέμεται από τα αρμυρίκια, είναι όλα νεκρά εδώ και μήνες. Καθώς βγάζει το μπουφάν της, καταλαβαίνει πως δεν υπάρχει άλλος λουόμενος τριγύρω, το διπλώνει και το αφήνει δίπλα της, σηκώνει τα μανίκια, στο δεξί της χέρι η μελανιά από τον ορό έχει μετατραπεί από μωβ σε πράσινη, ίδιο χρώμα με εκείνο το τραύμα στο μπούτι, γεννήθηκε κάτω από το δέρμα της σαν έπεσε από το ποδήλατο, τον Σεπτέμβρη πριν πάει πρώτη Γυμνασίου. Ένα μήνα χρειάστηκε για να σβήσει το σημάδι, τα απογεύματα μετά τα Γαλλικά πήγαινε κολυμβητήριο, έβλεπε η προπονήτρια τη μελανιά και την ρωτούσε αν είναι όλα καλά στο σπίτι, φυσικά, απαντούσε εκείνη, απλά θα ήταν καλύτερα αν δεν πήγαινα Γαλλικά, τα σιχαινόταν, ένα σωρό κανόνες γραμματικής και διάφορα στραμπουλήγματα της γλώσσας για να πετύχεις την σωστή προφορά, εκνευριζόταν μόλις η mademoiselle κελαηδούσε audie mes enfants στο τέλος κάθε μαθήματος, πόσες ώρες της ζωής της χαμένες σε εκείνο το θρανίο, γρι γαλλικά δεν θυμάται, μονάχα το χάρτη της Γαλλίας να κρέμεται από τον τοίχο του φροντιστηρίου με σκίτσα από γαλλικά προϊόντα διάσπαρτα στην ενδοχώρα, καμαμπέρ, σαμπάνιες, μπαγκέτες, σταφύλια. Η μπόχα του καμαμπέρ υπερισχύει, τριβελίζει τη μύτη της μόλις σηκώνεται από το παγκάκι και λύνει τα κορδόνια, ο πατέρας της είχε μάθει να τα δένει, άγνωστο ποιος της έδειξε πώς να τα λύνει, βγάζει πρώτα το αριστερό, έπειτα το δεξί παπούτσι, αμέσως μετά πετά τις κάλτσες, ένα φύσημα του αέρα παρασέρνει μία από τις δύο, την σφηνώνει ανάμεσα σε δύο μεγάλες γκρι πέτρες, δεν κάνει κίνηση για να την ανασύρει, ένα ακόμη φύσημα ραπίζει τα μάγουλα και το γυμνό δέρμα στα χέρια και τις πατούσες της, τα βότσαλα καρφώνονται σαν κρυστάλλινες ακίδες στις πατούσες της, αρχίζει να προχωρά προς της θάλασσα και στο μυαλό της επανέρχονται τα λόγια του Παπαδιαμάντη, τα ίδια λόγια που χαράχτηκαν μέσα της και την έκαναν να λατρέψει τη «Φόνισσα»» εκείνο το μεσημέρι του καλοκαιριού. Λικνιζόταν στην κούνια της βεράντας, η γιαγιά καθόταν στη μπαμπού καρέκλα δίπλα της, μουρμούριζε κάποιο τραγούδι, ίσως Βέμπο, ίσως κάποιο άλλο, εκείνη δεν της έδινε σημασία, απλώς ακολουθούσε υπνωτισμένη τη Φραγκογιαννού ανάμεσα στα κύματα, ούτε ο Πίτερ Παν, η Αλίκη κι ο άσπρος λαγός με το ρολόι ή ο Ρασκόλνικοφ, η Καρένινα κι η Μποβαρί αργότερα δεν την κέρδισαν όσο εκείνη η γριά φόνισσα, τη μιμείται τώρα καθώς πλησιάζει στη θάλασσα, τα κύματα γλείφουν τα δάκτυλα των ποδιών της, δεν είναι όσο κρύα όσο περίμενε αν κι ένα ρίγος απλώνεται στο κορμί της και υψώνει τις τρίχες της. Έπαθες κοτοπουλίαση έλεγε η μητέρα σαν τη χάιδευε και την έκανε να ανατριχιάζει όταν ήταν μικρή, παθαίνει και τώρα κοτοπουλίαση μα δεν σταματά, συνεχίζει να περπατά, το νερό ανεβαίνει στα γόνατά της, το τζιν, κολλά στο δέρμα της, ο αέρας δυναμώνει και αγριεύει τα κύματα, η άνωση ήταν στη ύλη του λυκείου ή του γυμνασίου, αδύνατον να θυμηθεί, θυμάται μονάχα την Ελένη του Ευριπίδη, δέκα χρόνια ήταν η Ελένη στην Αίγυπτο κι άφησε όλα εκείνα τα κορόιδα να σκοτώνονται στην Τροία για να ορίσουν τάχα τη ζωή της, μόνο ο Οδυσσέας δεν της έφταιγε να τυραννιέται, ή μήπως ήταν και του λόγου του κάθαρμα; Δεν διάβαζε πολύ στην πρώτη γυμνασίου κι ο χαρακτήρας του Οδυσσέα θα μείνει για πάντα ένας γρίφος μαζί με το πού πηγαίνει όλη εκείνη η χαμένη γνώση όταν εμείς φεύγουμε. Το νερό φτάνει στην κοιλιά της, τουρτουρίζει αλλά συνεχίζει να περπατά, γλιστρά στη γλίτσα μιας βυθισμένης πέτρας, δεν βουλιάζει ολόκληρη μέσα στο νερό, στέκεται ξανά στα πόδια της, η Φραγκογιαννού περπάταγε ως ότου το νερό κάλυψε το κεφάλι της, το ίδιο θα κάνει κι η ίδια, δεν θα προλάβει να την κερδίσει ο καρκίνος, θα τον πνίξει πρώτα αυτή, σαν μωρό στην κούνια του, συνεχίζει να περπατά με καρφωμένο το βλέμμα στο σημείο που ο ουρανός σμίγει με τη θάλασσα, δεν ξεχωρίζει καλά, σύννεφα έχουν πλημμυρίσει τον ορίζοντα, από στιγμή σε στιγμή θα βρέξει μα δεν θα την προλάβει η καταιγίδα, θα μπορούσε να βρει ένα εκατομμύριο άλλες λέξεις αλλά χωρίς να το καταλάβει το τελευταίο πράγμα που ψελλίζει πριν γευτεί το αλάτι στην άκρη των μισάνοιχτων χειλιών της είναι εκείνη η μισητή λέξη της mademoiselle.