Χάρτης 75 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-75/metafrash/o-swfron-don-ramon
ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Μαρία Αθανασιάδου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
_______________
Εκεί κάπου στην ισπανική Λα Ριόχα του 13ου αιώνα, και στο δεύτερο τετράστιχο του ποιήματός του Vida de Santo Domingo de Silos [Βίος του Αγίου Δομήνικου του Σίλος], ο Γκονθάλο ντε Μπερθέο αποτύπωσε τους περίφημους αλεξανδρινούς του στίχους που τόσες φορές έχουν μνημονευθεί:
Θέλω να γράψω στην καθομιλουμένη,
τη γλώσσα που καθείς μιλά με τον διπλανό του*
Εκεί κάπου στο Μπουένος Άιρες του 1905, και στην πρώτη πράξη του έργου του Locos de verano [Τρελοί του καλοκαιριού], ο Γκρεγόριο ντε Λαφερέρ βάζει στα χείλη ενός απ’ τους λιγοστούς γνωστικούς που ζούσαν σ’ εκείνο το εξωφρενικό κι αστείο σπίτι, την παρακάτω σκέψη:
ΕΝΡΙΚΕ: Και καλά, τι θες! Μα η αλήθεια είναι πως δεν το χωράει ο νους μου τούτο το παράξενο ταλέντο των φίλων σου, που καθώς φαίνεται κανείς δεν τους καταλαβαίνει. (Ειρωνικά) Εγώ θεωρούσα βασική προϋπόθεση του ταλέντου, να γίνεται κανείς κατανοητός!
Γεγονός είναι ότι από ιδιοσυγκρασία, από ανυπομονησία, από τεμπελιά, συμφωνώ απόλυτα με τους δύο λογοτεχνικούς φίλους που μόλις παρέθεσα. Κατά συνέπεια, ρίχνω αμέσως άκυρο στην ανάγνωση οποιουδήποτε κειμένου με απειλεί με την παραμικρή ένδειξη μπερδεψιάς, λαβύρινθου ή ιερογλυφικού: για τον λόγο αυτό, και λόγω προκατάληψης που βασίζεται σε άφθονες προηγούμενες μετακαταλήψεις, δεν προσπαθώ καν να σκύψω πάνω από τα σημερινά «ποιήματα», στα οποία αιωνίως αγχωμένοι και υποφέροντες συγγραφείς αφήνουν σωρηδόν ελεύθερες τις λεξιλογικές τους αγκυλώσεις σε ξεχαρβαλωμένους στίχους χωρίς ρυθμό, χωρίς ήχο, χωρίς ουσία και –πολύ φοβάμαι– χωρίς αρχή, μέση και τέλος.
Ευρισκόμενος, λοιπόν, πάνω στο έδαφος που κατοικείται από τους ιερόσυλους ραμφόρυγχους της λογοτεχνίας, κι έχοντας, ως εκ τούτου, αναπτύξει αντισώματα ενάντια σε νέες λωλαμάρες, θα τραβήξω μπροστά, κι όχι, προφανώς, «με μαραμένο μέτωπο».**
Ως αντίδοτο ενάντια σε κείμενα κεκεδίστικα, δυσλεξικά και/ή χαοτικά, και προκειμένου να μην είναι τόσο ύπουλη η δυσαναλογία, θα αποφύγω κάθε μέτρο σύγκρισης με ορισμένα σονέτα των μεγάλων δασκάλων του Χρυσού Αιώνα: Γκαρθιλάσο («Αχ, της Δάφνης τα χέρια απλώνονταν»), Γκόνγκορα («Μα σα ζήτησε γοργή σαΐτα»), Λόπε («Λευτέρωσε το κριάρι, παράξενε επιστάτη»), Κεβέδο («Να κλείσει θα μπορέσει τα μάτια μου η ύστατη»), Καλδερόν («Αυτές που ήταν όλο μεγαλείο και χαρά»), Χουάνα Ινές («Σήμερα τ’ απόγευμα, καλό μου, καθώς σου μιλούσα»).
Αντιθέτως θα ανατρέξω εσκεμμένα σε κάποιον ποιητή ο οποίος, σύμφωνα με την άποψη ευυπόληπτων προσώπων, ανήκει σε μια μάλλον κατώτερη κατηγορία...
Ποιον να προτείνω λοιπόν…; Ανάμεσα σε τόσους πιθανούς υποψήφιους, εν τέλει φέρνω ενώπιόν σας τον Ισπανό Ραμόν ντε Καμποαμόρ (1817-1901).
Παρά το μετρημένο λογοτεχνικό ανάστημα που είθισται να του αποδίδουν (ή, πιθανόν, εξαιτίας αυτού), συνέθεσε ποιήματα που, κατά την άποψή μου, παρουσιάζουν πολλά αξιόλογα στοιχεία: δεν μας σέρνουν σε καμία περίπτωση στα υπόγεια του surmenage, της εξάντλησης, δηλαδή· αρχίζουν, αναπτύσσονται και ολοκληρώνονται· γίνονται κατανοητά στο λεπτό· οι λέξεις του, αντί να προκαλούν σύγχυση, συμπλέκονται για να παρέχουν νοήματα· το μέτρο του έχει ρυθμό· η κατάλληλη ομοιοκαταληξία προσδίδει ευχάριστο ήχο.
Ας διαβάσουμε, λοιπόν, δύο από τα σονέτα του:
Γονείς και τέκνα
Μικρά πουλάκια σε κλουβί να ’χει κλεισμένα,
καθώς θωρεί από ψηλά τον προβατάρη,
νιώθει πως είναι τα παιδιά του το ζευγάρι
και φτερουγίζει να τα σώσει απεγνωσμένα.
Κι ο προβατάρης λέει «δες πόσο αγαπημένα
τα τέκνα σπεύδουν οι γονείς τους να φροντίσουν,
άραγε εκείνα πώς θα το ευχαριστήσουν
το ζεύγος τα πουλιά τα λατρεμένα;»
Ξώβεργα στήνει και τους δυο γονείς τσακώνει,
την πόρτα ανοίγει του κλουβιού τη σιδερένια,
χώνει αυτούς και τα μικρά τα λευτερώνει.
Φεύγουνε γρήγορα μακριά όλα τα τέκνα,
και το ζευγάρι μάταια πίσω μαραζώνει
και το σκοτώνει η τόση πείνα και η έγνοια.
Τα παιδιά κι οι γονείς
Ούτε σέρνοντας ένας βοσκός δεν μπορούσε να κουνήσει
μια δύστυχη κατσίκα που την άκουγε μ’ αγάπη
να βελάζει πίσω στον γιο της, ο οποίος, αχ τον σατράπη,
δίπλα στη μητέρα του δεν ήθελε να προχωρήσει.
«Ανόητε!», έδωσε ένας σοφός στον βοσκό τη λύση,
«Αυτόν που βάζεις πίσω, φέρε τον μπροστά ευθύς·
στον ώμο σου πέτα τον γιο και στη στιγμή θα δεις
πως η μάνα το μικρό μόνο του δεν θα τ’ αφήσει.
Του βοσκού η συμβουλή τού φάνηκε παιχνιδάκι,
άρπαξε το μικρό κι έτρεξε δίχως στιγμή ν’ αργήσει,
κουβαλώντας το ζώο μέσα στο δισάκι.
Η κατσίκα τους ακολουθούσε δίχως να λοξοδρομήσει,
κι ακολουθούσε από τόσο κοντά το κατσικάκι,
που τα πόδια του από πίσω έφτανε να του τα γλείψει.
Ποιήματα γραμμένα στην καθομιλουμένη που πληρούν την πρωταρχική προϋπόθεση της τέχνης: να γίνονται κατανοητά. Δεν μπορώ παρά να ευχαριστήσω τον σώφρονα δον Ραμόν.
[Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα La Prensa του Μπουένος Άιρες, 20 Μαρτίου 2024]
______________
* Γκονθάλο ντε Μπερθέο, Vida de Santo Domingo de Silos [Βίος του Αγίου Δομήνικου του Σίλος], Μαδρίτη, Anaya, 1968, σελ. 50. Εισαγωγή, επιμέλεια και σημειώσεις του Χερμάν Ορδούνα. (Ειρήσθω εν παρόδω: στα νεανικά μου χρόνια είχα την ευχαρίστηση και την τιμή να είμαι μαθητής τους καθηγητή Ορδούνα, αυστηρού ισπανιστή, αξιοθαύμαστης ανθρώπινης ποιότητας).
**Στίχος από τάνγκο του Κάρλος Γκαρδέλ, [Σ.τ.Μ.]